Στην σελίδα αυτή,
μπορείτε να διαβάσετε ελεύθερα ένα απόσπασμα από το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου «Η Αίθουσα της Γνώσης» ή να ακούσετε την αφήγησή του από τον συγγραφέα στο παρακάτω
video.
Το εν λόγω απόσπασμα αποτελεί την κατάληξη του κεφαλαίου 3 του βιβλίου, το
οποίο είναι το πρώτο κεφάλαιο όπου οι δύο πρωταγωνιστές αλληλεπιδρούν μεταξύ τους,
με έναν μάλλον επεισοδιακό τρόπο και παράλληλα περιγράφει την μόνη σκηνή που
εκτυλίσσεται έξω από τον υποχθόνιο κόσμο των Ταρτάρων.
Context αποσπάσματος: Η νεαρή ιέρεια της θρησκείας της μητέρας
θεάς, μητέρα Λιζ, έχει αναλάβει μία τιμητική μεν, αλλά μάλλον ασυνήθιστη
αποστολή να τελέσει μία επιμνημόσυνη δέηση για λογαριασμό ενός από τους Τομεάρχες
των Ταρτάρων, η οποία όμως δεν λαμβάνει χώρα σε κάποιο από τα υποχθόνια
νεκροταφεία του υπόγειου κόσμου τους, αλλά στην νεκρή Επιφάνεια του πλανήτη. Η
αινιγματική φιγούρα του Έκτορα Βέρντε, του νεαρού Τομεάρχη που την βγάζει για
πρώτη φορά στην ζωή της στο φως του Ήλιου -μία φιγούρα που πίσω από το σκληρό
προσωπείο της κρύβει πολλά και επώδυνα μυστικά- την οδηγεί λοιπόν μέσα στο
απόκοσμο μεταποκαλυπτικό τοπίο προς τον τάφο της νεκρής αδελφής του, Αιμιλίας,
έχοντας όμως στο μυαλό του μία μάλλον απρόσμενη τροπή για αυτήν την ούτως ή
άλλως ασυνήθιστη τελετή, που -αν και κανείς τους ακόμα δεν το αντιλαμβάνεται-
πρόκειται να αλλάξει ριζικά τις ζωές και των δυο τους.
Από
το βιβλίο «Η Αίθουσα της Γνώσης» (κεφ. 3, σελ. 38-42)
Με τα λόγια αυτά ο Έκτορας βγήκε από το σπήλαιο και η Λιζ
τον ακολούθησε μαγεμένη από την άγρια ομορφιά του απόκοσμου τοπίου. Γύρω τους,
οι ρωγμές στο έδαφος μαρτυρούσαν ότι εκεί κάποτε πρέπει να ήταν ο βυθός κάποιας
αρχαίας θάλασσας και τα βουνά στο ορίζοντα πρέπει να ήταν κάποτε νησιά ή
ύφαλοι. Ζωή δεν φαινόταν πουθενά, όσο μακριά και αν την αναζητούσε το μάτι.
Πάνω τους, πυκνά σύννεφα κινούνταν με ταχύτητα, κάνοντας έναν χαρακτηριστικό
συριστικό ήχο, αποτελούμενα από νερό και διοξείδιο του άνθρακα, εγκλωβίζοντας
την ζέστη του ηλιακού φωτός και ανεβάζοντας καθημερινά την θερμοκρασία μέχρι
και τους διακόσιους περίπου βαθμούς Κελσίου. Ξαφνικά για λίγο τα σύννεφα
παραμέρισαν και φάνηκε φευγαλέα ο Ήλιος να ξεπροβάλλει υπέρλαμπρος, πίσω από
μία άλλη, πορτοκαλί χρώματος ουράνια σφαίρα.
«Είναι αυτή η Σελήνη;» διερωτήθηκε αβέβαιη η Λιζ, αφού το
ουράνιο αυτό σώμα σε ελάχιστα έμοιαζε με τις αναπαραστάσεις του φυσικού
δορυφόρου της Γης και Φωστήρα της Νυκτός στα ιερά της βιβλία.
«Όχι.» της απάντησε ο Έκτορας, «Αυτή είναι η Αφροδίτη. Για
λίγο καιρό ακόμα, ο δεύτερος πλανήτης σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο μας. Και
σύντομα ο τρίτος».
«Δεν καταλαβαίνω.» του είπε η Λιζ.
«Δεν έχουμε πολύ χρόνο τώρα όμως.» άλλαξε θέμα ο Έκτορας,
«Οι στολές μας δεν θα μας προστατεύσουν για πολύ αν η θερμοκρασία ξεπεράσει
τους εκατόν σαράντα βαθμούς. Και ήδη το θερμόμετρό μου λέει ενενήντα έξι. Ο
τάφος της Αιμιλίας είναι από εδώ».
Περπάτησαν για τρία λεπτά πάνω από την γεμάτη ρωγμές και
αλάτι επιφάνεια της Γης προς κάτι που έμοιαζε με δένδρο. Στην σκιά του,
μπορούσε να διακρίνει μία ταφόπλακα. Πλησιάζοντας προς το λίθινο ολόγλυφο
κατασκεύασμα που δεν ήταν άλλο από ένα ομοίωμα δένδρου που είχε κατασκευαστεί
και μεταφερθεί εκεί, η Λιζ ετοιμάστηκε για την ιεροτελεστία. Ξέροντας ότι δεν
θα μπορούσε να έχει μαζί της κάποιο από τα βιβλία της, άρχισε να απαγγέλει απ’
έξω τα ιερά λόγια, παρακαλώντας για την ανάπαυση της ψυχής της κεκοιμημένης.
Την ίδια ώρα, είδε τον Έκτορα να πλησιάζει τον τάφο, να γονατίζει μπροστά του
και να εναποθέτει εκεί ένα μικρό αντικείμενο που έμοιαζε με λουλούδι, αλλά ήταν
φτιαγμένο από ασήμι και πολύτιμους λίθους -ένα κανονικό λουλούδι άλλωστε δεν θα
άντεχε την ζέστη, ενώ ένα μπουκέτο απ’ αυτά θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να βρεθεί
απ’ ό,τι οι πολύτιμοι λίθοι. Και αυτό που είχε μπροστά της δεν ήταν κάτι που
έβλεπε κανείς κάθε μέρα: έναν Τομεάρχη πεσμένο στα γόνατα.
Ο Έκτορας, καθ’ όλη την διάρκεια της τελετής δεν σηκώθηκε.
Έμεινε εκεί, επιτρέποντας στα μάτια του να γεμίσουν δάκρυα για την χαμένη του
αδελφή. Άλλωστε, κάτω από το κράνος, θα ήταν αδύνατον για την Λιζ να τον δει να
κλαίει. Αν και δεν έκλαιγε με λυγμούς όμως, αλλά αθόρυβα, εκείνη μπόρεσε να το
καταλάβει από τον τρόπο που ανέπνεε, καθώς ο ήχος ταξίδευε μεταξύ των συσκευών
επικοινωνίας στα κράνη τους. Ανεξαρτήτως των όσων τρομερών της είχε πει για την
Αίθουσα της Γνώσης και ανεξαρτήτως των όσων φρικαλεοτήτων είχε ακούσει ότι
συνήθιζαν να κάνουν οι Τομεάρχες εις βάρος των υπηκόων τους, εκείνη την στιγμή,
έπιασε τον εαυτό της να τον λυπάται πραγματικά. Έδινε άλλωστε την εντύπωση ενός
ανθρώπου που κουβαλά στις πλάτες του ένα φορτίο πολύ πιο βαρύ από οτιδήποτε θα
μπορούσε ποτέ εκείνη να φανταστεί. Και αυτό την έκανε να ξεχάσει για λίγο την
προτροπή του θετού της πατέρα να προσέξει πολύ τον άνθρωπο αυτόν που είχε
συναντήσει.
Με όλη την δύναμη της ψυχής της, ολοκλήρωσε την παράκληση,
κοιτώντας φευγαλέα το θερμόμετρο στο χέρι της στολής της να αγγίζει του εκατόν
δώδεκα βαθμούς. «Η μεγάλη μητέρα ας την αναπαύει εν ειρήνη.» ολοκλήρωσε την
δέηση.
«Αυτό ήταν, αγαπημένη μου Αιμιλία…» μονολόγησε ο Έκτορας,
με το βλέμμα του καρφωμένο στο απόλυτο κενό, ενώ σηκωνόταν όρθιος, «Όλον αυτόν
τον καιρό, είχες δίκιο και είχα άδικο. Ο καιρός του χωρισμού μας… τώρα…
τελειώνει».
Με μία γρήγορη, όσο και αποφασιστική κίνηση, έβγαλε από την
ζώνη της στολής του την πυρακτωμένη από την ζέστη λεπίδα μπούμερ που είχε πάντα
μαζί του και την πέταξε στο κενό. Το έξυπνο όπλο ήταν σχεδιασμένο να περιστρέφεται
κινούμενο ταχύτατα για τριάντα μέτρα, μέσα στις σήραγγες, αποφεύγοντας τα
τοιχώματά τους ή άλλα πιθανά εμπόδια ή αδιέξοδα και έπειτα να επιστρέψει με
ασφάλεια στο χέρι που το πέταξε, όπως περίπου ένα αρχαίο μπούμερανγκ. Ωστόσο, ο
Έκτορας δεν ήταν διατεθειμένος να υψώσει ξανά το χέρι του και να το πιάσει στην
επιστροφή. Θα το άφηνε να καρφωθεί στο σώμα του και σε λίγες στιγμές θα
ακολουθούσε ο θάνατος. Ήταν αποφασισμένος να θέσει και αυτός τέρμα στην ζωή
του.
Χρειάστηκαν μερικές στιγμές για να συνειδητοποιήσει η Λιζ
ότι ο άνδρας που την είχε φέρει μέχρι εδώ διέπραττε εκείνη την ώρα το αμάρτημα
της αυτοκτονίας. Το μόνο που, σύμφωνα με την θρησκεία, δεν θα μπορούσε ποτέ να
συγχωρεθεί από την μεγάλη μητέρα. Και μέσα της, αισθάνθηκε την ανάγκη να τον
σταματήσει.
«Τι κάνεις εκεί; Σταμάτα!» του φώναξε, μέσα από την
ενδοεπικοινωνία, πλησιάζοντάς τον.
«Σταμάτα εκεί που είσαι!» της απάντησε εκείνος,
παρατηρώντας την λεπίδα μπούμερ του να σταματάει να απομακρύνεται και να
αρχίζει να επιστρέφει, «Αν πλησιάσεις κι άλλο, μπορεί να χτυπήσει εσένα».
Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης αναδύθηκε για λίγο, κάνοντας
την Λιζ να κοντοσταθεί για μερικές στιγμές. Αλλά όχι. Το να αφήσει κάποιον να
αυτοκτονήσει θα ήταν εξίσου μεγάλο αμάρτημα και για την ίδια. Άρχισε να τρέχει
προς το μέρος του, ενώ εκείνος εξακολουθούσε να της φωνάζει να σταματήσει και η
λεπίδα μπούμερ πλησίαζε πια επικίνδυνα. Σε μία προσπάθεια να τον σώσει, έπεσε
πάνω του, με αποτέλεσμα να βρεθούν και οι δύο στο έδαφος. Και η κίνησή της
αυτή, θα ήταν αρκετή για να αποφύγουν το χτύπημα, αλλά η λεπίδα μπούμερ ήταν
ένα έξυπνο όπλο, σχεδιασμένο να ακολουθεί τον υποψήφιο στόχο της, αλλάζοντας
πορεία, εν ανάγκη. Η λεπίδα μπούμερ βυθίστηκε στην πλάτη της, προκαλώντας της
ένα βαρύ τραύμα και οξύ πόνο.
«Όχι!» φώναξε ο Έκτορας, «Τι πήγες και έκανες;»
Η Λιζ προσπάθησε να του απαντήσει, αλλά πόναγε τόσο πολύ
και από το τρύπημα και από το κάψιμο της πυρακτωμένης λεπίδας που το μόνο που
μπορούσε να βγάλει από το στόμα της ήταν ένα μουγκρητό πόνου.
«Κρατήσου.» της είπε και πάλι ο Έκτορας και βγαίνοντας από
κάτω της, σηκώθηκε βιάστηκα, έσκυψε από πάνω της και την σήκωσε με τα χέρια του
στον αέρα, δευτερόλεπτα πριν αρχίσει να τρέχει προς την είσοδο των σπηλαίων που
θα τους οδηγούσε πίσω στον Πράσινο Τομέα και στο ανάκτορό του. Λίγο αφού μπήκαν
στο σπήλαιο και άρχισαν να κατεβαίνουν, η Λιζ έχασε τις αισθήσεις της στην
αγκαλιά του Έκτορα. Εκείνος όμως ήταν αποφασισμένος να προλάβει να την σώσει.