Η Αίθουσα της Γνώσης
είναι ένας καλά φυλασσόμενος χώρος που βρίσκεται ένα επίπεδο κάτω από το βασικό
επίπεδο της Ιερής Πολιτείας, στον υπόγειο κόσμο των Ταρτάρων. Η εγκατάστασή της
ξεκίνησε στο πλαίσιο του προγράμματος Τάρταρος, το έτος 14 π.Κ. και επιβλήθηκε
ουσιαστικά από το συμβούλιο των μελλοντικών πρώτων τομεαρχών, παρά την αντίθετη
άποψη του θρησκευτικού τους ηγέτη, του Ιερού Τιμόθεου του Θεολόγου. Βασικός
εμπνευστής της κατασκευής της υπήρχε ο μελλοντικός τομεάρχης του πράσινου
τομέα, Πέρσιους Βέρντε, ο οποίος πίστευε ότι μεταξύ των άλλων, οι άνθρωποι της
εποχής του, όφειλαν να διασώσουν την γνώση των προπατόρων τους μετά την
καταστροφή που σταδιακά θα κατέστρεφε τελείως την Επιφάνεια του πλανήτη.
Στην Αίθουσα της Γνώσης υπάρχουν μηχανήματα και τεχνολογία τέτοια που είναι ικανή να φέρει τους μύστες της σε άμεση επικοινωνία με το σύνολο της σοφίας των προπατόρων τους, των λεγόμενων και Παλαιών. Δεν πρόκειται λοιπόν για κάποια τεράστια βιβλιοθήκη, αλλά για μία τεράστια σε χωρητικότητα βάση δεδομένων, συνδεδεμένη με έναν μηχανισμό εικονικής πραγματικότητας (virtual reality) που επίσης έχει και την λειτουργία της ταχείας εκμάθησης, δυνάμενος να «κατεβάσει» (κάνοντας ουσιαστικά ένα είδος νευρικού downloading) πληροφορίες από την βάση δεδομένων, κατευθείαν στον εγκέφαλο του μύστη.
Στο βιβλίο συγκεκριμένα, η Αίθουσα περιγράφεται ως εξής:
«Μία αυτόματη πόρτα άνοιξε και οι τρεις
τους μπήκαν στο εσωτερικό της. Η Αίθουσα ήταν ένας τετράγωνος χώρος με μεγάλη
έκταση, αλλά χαμηλό σχετικά ταβάνι. Οι τοίχοι, το πάτωμα και το ταβάνι ήταν
λευκά ή για την ακρίβεια εξέπεμπαν λευκό φως, τόσο δυνατό που όσοι έμπαιναν
χρειάζονταν λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να συνηθίσουν στον υψηλό φωτισμό. Στο
κέντρο της αίθουσας, δεκαέξι καρέκλες, ξαπλωμένες προς τα πίσω, σχημάτιζαν
κύκλο, ενώ ενώνονταν με το πάτωμα με ειδικά καλώδια.»
(Η Αίθουσα της Γνώσης, σελ. 208)
Ωστόσο, όπως περιγράφεται
στα απόκρυφα ημερολόγια του Πέρσιους Βέρντε, ακόμα και αυτή η κατάσταση, δεν
ικανοποιούσε πλήρως τον Ιερό Τιμόθεο τον Θεολόγο. Αυτός ήξερε ότι η γνώση που
οι τοπάρχες μπορούσαν να αντλήσουν από αυτό το μέρος ήταν δύναμη και η δύναμη
αυτή συνιστούσε απειλή για την ιερατική εξουσία, καθώς και για την δική του μυστική
ατζέντα. Αμέσως μετά την Κάθοδο λοιπόν, έβαλε ως προτεραιότητά του να αναιρέσει
ή έστω να μετριάσει το ισχυρό αυτό πλεονέκτημα που η Αίθουσα της Γνώσης θα
έδινε στην κοσμική εξουσία των Ταρτάρων. Αλλά ό,τι ήταν να γίνει, έπρεπε να
γίνει κρυφά, χωρίς να καταλάβει κανείς την εμπλοκή του. Έτσι, κατά το έτος 5
μ.Κ., καταφέρνει τελικά, με την συνδρομή ενός θρησκόληπτου τεχνικού, να
«πειράξει» την Αίθουσα της Γνώσης, με τέτοιο τρόπο ώστε να καταστήσει την γνώση
που αυτή φυλάει, τόσο ψυχικά επίπονη, ώστε οι τομεάρχες άρχοντες να την
αναζητούν όσο το δυνατόν λιγότερο, κατά την διάρκεια της ζωής τους. Από τότε
και ύστερα, η Αίθουσα της Γνώσης θα γινόταν στην συνείδηση του κόσμου ένα μέρος
τρομερό, καθώς ο μύστης της δεν θα μάθαινε απλά για τον κόσμο των Παλαιών και
για την καταστροφή του, αλλά θα βίωνε αυτήν την καταστροφή με τον πιο επίπονο
τρόπο…
Ως αποτέλεσμα του
παραπάνω, η είσοδος κάποιου στην Αίθουσα της Γνώσης έγινε όχι απλά επίπονη,
αλλά και επικίνδυνη διαδικασία, ικανή σε κάθε περίπτωση να μεταμορφώσει τον
ψυχισμό του ανθρώπου, όπως και μία πολύ τραυματική εμπειρία… Από όσους θα
έμπαιναν στην Αίθουσα, άλλοι θα έχαναν τα λογικά τους και θα παρανοούσαν, άλλοι
θα έχαναν κάθε όρεξη για ζωή και θα ήθελαν να αυτοκτονήσουν, άλλοι θα έπεφταν
σε χρόνια κατάθλιψη και οι υπόλοιποι θα γίνονταν κυνικοί, άκαρδοι και σκληροί,
κάτι που θα έκανε ακόμα χειρότερη την ζωή των μελλοντικών τους υπηκόων, αλλά
που παράλληλα θα διασφάλιζε ότι κανείς τομεάρχης δεν θα γινόταν τόσο αγαπητός
από τον λαό του, ώστε να απειλήσει τα συμφέροντα του ιερατείου. Επιπλέον, στις
ελάχιστες περιπτώσεις όπου έμπαινε στην Αίθουσα της Γνώσης κάποια έγκυος
γυναίκα, αρκετά πιθανή ήταν και η περίπτωση να αποβάλει κατά την διάρκεια της
μύησής της, καθώς η τρομερή ένταση που θα βίωνε θα μπορούσε να έχει ολέθριες
επιπτώσεις για το έμβρυο που έφερε στα σπλάχνα της.
Η είσοδος μάλιστα στην
Αίθουσα της Γνώσης δεν αποτελούσε απλά προνόμιο, αλλά και υποχρέωση μεταξύ των
μελών της ανώτερης κάστας, εξαιρουμένων των λίγων περιπτώσεων που κάποιος
αποφάσιζε να απαρνηθεί την κάστα του, για να ενταχθεί στο ιερατείο της μητέρας
θεάς, όπως συνέβη στην περίπτωση του πατέρα Μπεν (Γκρέυ) που επέλεξε αυτόν τον
δρόμο, επειδή ήθελε να αποφύγει την είσοδό του εκεί. Η πρώτη είσοδος στην
Αίθουσα της Γνώσης, γινόταν παράλληλα με την ενηλικίωση του νέου ή της νέας, ως
ένα είδος διαβατήριας τελετής και έπρεπε να διαρκέσει το ελάχιστο ένα τέταρτο
της ώρας ή και περισσότερο, αν ο μύστης το επιθυμούσε. Ωστόσο το διάστημα αυτό
ήταν πάρα πολύ, καθώς ο χρόνος μέσα στην τεχνητή πραγματικότητα της Αίθουσας
δεν κυλά με τον ίδιο ρυθμό απ’ ότι ο χρόνος στον έξω κόσμο. Συγκεκριμένα, ένα λεπτό στον έξω κόσμο, ισοδυναμεί με ένα εικοσιτετράωρο στον ψηφιακό κόσμο της
Αίθουσας της Γνώσης, με αποτέλεσμα το ένα τέταρτο της ώρας να ισοδυναμεί με
κάτι παραπάνω από δύο εβδομάδες για την αντίληψη του μύστη.
Η τελετή της πρώτης
εισόδου στην Αίθουσα της Γνώσης λάμβανε χώρα, σύμφωνα με την ιερή παράδοση,
ανήμερα στα δέκατα όγδοα γενέθλια κάθε μέλους της ανώτερης κάστας. Τούτο είχε
ως αποτέλεσμα αφ’ ενός το δέκατο όγδοο έτος των τομεαρχών να έχει τα υψηλότερα
επίπεδα θνησιμότητας από οποιοδήποτε άλλο και αφ’ ετέρου η πιο σημαντική γιορτή
στην ζωή ενός τομεάρχη να θεωρούνται τα δέκατα ένατα γενέθλια, με το σκεπτικό
ότι αν κάποιος μέχρι τότε δεν είχε πεθάνει, αυτοκτονήσει ή παρανοήσει, λογικά
κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε αργότερα στην ζωή του. Όχι ότι δεν υπήρχαν και
εξαιρέσεις στον παραπάνω κανόνα, αλλά αυτές ήταν απειροελάχιστες σε αριθμό και
συνήθως σχετίζονταν και με άλλα βιώματα, εκτός της Αίθουσας της Γνώσης που
επιβάρυναν έτι περαιτέρω τον ψυχισμό του μύστη.
Η ύπαρξη όλων αυτών των
«παρενεργειών» της Αίθουσας της Γνώσης στα άτομα που έμπαιναν σε αυτήν, σε
συνδυασμό με το πέπλο του μυστηρίου που κάλυπτε την για τον πολύ κόσμο απόκρυφη
γνώση που φυλασσόταν σε αυτήν, γρήγορα έκανε το μέρος αυτό να θεωρείται το πιο
τρομερό στα Τάρταρα, με τον μέσο άνθρωπο να φοβάται μέχρι και να πλησιάσει την
υπόγεια Αίθουσα, η οποία φημολογείτο ότι μπορούσε να καταστρέψει τον ψυχισμό
του μύστη της.
Κατά τα λόγια του πατέρα
Μπεν:
«Όσοι βγαίνουν από εκείνο το δωμάτιο,
[…] πίστεψέ με, έχουν χάσει σε αυτό ένα ανεκτίμητο κομμάτι του εαυτού τους. Δεν
ξέρω τι παθαίνουν μέσα στην Αίθουσα. Κανονικά κανείς δεν πρέπει να γνωρίζει.
Απαγορεύεται από τους άγραφους νόμους. Οι τρομερές αλήθειες φαίνεται με τις
οποίες έρχονται αντιμέτωποι μέσα στην Αίθουσα τους αλλάζουν. Τους κάνουν να
χάνουν την θέληση για ζωή. Σαν τα πάντα γύρω τους να χάνουν κάθε νόημα. Πολλοί
από αυτούς αυτοκτονούν. Άλλοι παραφρονούν και καταλήγουν κλειδωμένοι μακριά από
τον πολύ κόσμο. Και όσοι επιζούν και δεν χάνουν τα λογικά τους, γίνονται
σκληροί σαν το πιο σκληρό ατσάλι. Σαν τίποτα πια να μην τους αγγίζει από τον
πόνο των άλλων. Κανείς που μπαίνει σε εκείνη την Αίθουσα, δεν βγαίνει όντας
ξανά ο ίδιος». (Η Αίθουσα της Γνώσης, σελ. 22-23)
Για μία καλύτερη άποψη του τρισδιάστατου μοντέλου της Αίθουσας της Γνώσης, δείτε της σχετική ανάρτηση του παρόντος ιστολογίου.