Στον υποχθόνιο κόσμο των Ταρτάρων έχει εγκαθιδρυθεί μία αυστηρή καστική κοινωνία που χωρίζει τους
κατοίκους των Ταρτάρων σε τέσσερεις κοινωνικές κάστες, καθώς και στο ιερατείο
της μητέρας θεάς που αποτελεί ξεχωριστή κοινωνική ομάδα, χωρίς ωστόσο να
αποτελεί κάστα με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Παρακάτω, θα δούμε αναλυτικά
αυτές τις κοινωνικές ομάδες, τις υποχρεώσεις τους και τα δικαιώματά τους.
Η Κάστα των Τοπαρχών
Αρχόντων [αναφερόμενη συχνά και ως Κάστα των Τομεαρχών]
Πρόκειται για την ανώτερη
κοινωνικά κάστα και για την κυρίαρχη ομάδα στην πολιτική σκηνή των Ταρτάρων. Αν
και στα Τάρταρα δεν υπάρχουν σαφείς απογραφές του πληθυσμού, υπολογίζεται ότι
τα μέλη της αριθμούν περί τις 100.000 παγκοσμίως (δηλαδή για το 0,0005% του
παγκόσμιου πληθυσμού).
Αναφέρεται συχνά και ως
Κάστα των Τομεαρχών, επειδή από αυτήν την κάστα προέρχονται οι Τομεάρχες των
Ταρτάρων. Ο όρος αυτός ωστόσο, αν και δόκιμος, θα μπορούσε να θεωρηθεί και
κάπως παραπλανητικός, αφού ελάχιστα μόνο από τα μέλη της κατέχουν ή έχουν μεγάλες
πιθανότητες στο μέλλον να καταλάβουν μία τομεαρχική θέση εξουσίας. Η κάστα
αποτελείται ουσιαστικά από τις τομεαρχικές οικογένειες που εξουσιάζουν τους
διαφόρους Τομείς των Ταρτάρων και από μία πληθώρα συγγενικών προς αυτές
οικογενειών που διαφεντεύουν μικρότερες περιοχές εντός των τομέων ή
επιχειρήσεις εκμετάλλευσης φυσικών πόρων ή που πολύ απλά μηχανορραφούν για την
ανάδειξή τους μελλοντικά σε τομεαρχικές οικογένειες. Κατά κανόνα, οι συγγενικές
οικογένειες αυτές, ελάχιστο ρόλο παίζουν στην χάραξη της πολιτικής των
Ταρτάρων, αλλά αποτελούν μία δεξαμενή υποψηφίων αντικαταστατών σε περίπτωση που
κάποια τομεαρχική οικογένεια ξεκληριστεί.
Η ζωή ενός μέλους της
κάστας των τοπαρχών αρχόντων είναι πολυτελής για τα δεδομένα των Ταρτάρων, αλλά
όχι και τόσο ώστε να συναγωνίζεται τις πολυτέλειες που ήταν γνωστές στην εποχή
των Παλαιών. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν οι μόνοι στα Τάρταρα που είχαν πρόσβαση σε
μεγάλης έκτασης ιδιωτικούς χώρους -κάτι εξαιρετικά δυσεύρετο στα
πυκνοκατοικημένα Τάρταρα. Είχαν ακόμα πρόσβαση σε μία σειρά από προϊόντα
πολυτελείας (για τα δεδομένα των Ταρτάρων) όπως στο καθαρό κρασί, τον καφέ, το
κακάο, το κρέας καλής ποιότητας (κοτόπουλο και χοιρινό), το ελαιόλαδο και σαφώς
το καθαρό νερό. Στα μη βρώσιμα προϊόντα πολυτελείας που είχαν πρόσβαση,
συμπεριλαμβάνονται επίσης τα άνθη (που καλλιεργούνταν σε ειδικά υπόγεια
θερμοκήπια), τα βιβλία και τα κημείλια της εποχής πριν την Κάθοδο στα Τάρταρα.
Επιπλέον, ήταν οι μόνοι που διέθεταν τον απαραίτητο εξοπλισμό για μια σύντομη
βόλτα στην κατεστραμμένη Επιφάνεια του Πλανήτη, καθώς και τον πλήρη έλεγχο των
εξόδων προς την Επιφάνεια. Είχαν επίσης τον καλύτερο δυνατό βαθμό ιατρικής
περίθαλψης, καθώς και το δικαίωμα πρόσβασης στις απόκρυφες γνώσεις των Παλαιών.
Ωστόσο, παρά την σχετικά
καλή ζωή που ζούσαν, τα μέλη της κάστας αυτής είχαν το μεγαλύτερο ποσοστό σε
αυτοκτονίες που άγγιζε το 26%. Αυτό σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στις παρενέργειες
της εισόδου τους στην Αίθουσα της Γνώσης και γι’ αυτόν τον λόγο το 98% των
αυτοκτονιών αυτών σημειωνόταν κατά το 18ο έτος της ηλικίας των
αυτοχείρων. Το γεγονός αυτό αποτελεί και μία από τις βασικές αιτίες που ο
πληθυσμός των Τοπαρχών Αρχόντων, παραμένει εν πολλοίς σταθερός -ή ακόμα και
υποχωρεί ελαφρώς σε κάποιες περιόδους, παρά το υψηλότερο επίπεδο ζωής και
υγείας των ανθρώπων αυτών. Οι άλλοι λόγοι είναι ότι ένα 17% του πληθυσμού
αποκλείεται -λόγω του Ιερού Νόμου- από το δικαίωμα στην αναπαραγωγή, λόγω
παραφροσύνης (άλλη μία πιθανή παρενέργεια της εισόδου στην Αίθουσα της Γνώσης)
και άλλο ένα 12% λόγω αναπηρίας -συχνά οφειλόμενης σε μία αποτυχημένη απόπειρα
αυτοχειρίας- που επίσης βάση του ιερού νόμου τους αποκλείει από την δυνατότητα
αναπαραγωγής. Και υπάρχει βεβαίως και το 4% του πληθυσμού που πεθαίνει από τον
τρόμο του, μέσα στην Αίθουσα της Γνώσης. Τέλος υπάρχει και ένα 7% των τοπαρχών
αρχόντων που ενσυνείδητα αποφασίζουν να μην κάνουν απογόνους, λόγω των όσων
τρομερών έχουν μάθει από την επίσκεψή τους στην Αίθουσα της Γνώσης. Συνεπώς,
μόνο το 34% των Τοπαρχών Αρχόντων κάνει ποτέ του απογόνους, κάτι που κάνει την
εν λόγω κάστα ως την μόνη που δεν αυξάνεται πληθυσμιακά ραγδαία και που ενίοτε
φτάνει στο σημείο να μειώσει τον πληθυσμό της.
Η είσοδος στην Αίθουσα
της Γνώσης δεν αποτελεί απλά αποκλειστικό δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση των
ατόμων της κάστας των Τοπαρχών, ανεξαρτήτως φύλου και ανεξαρτήτως θέσης. Τα
περισσότερα μέλη της κάστας αυτής, μπαίνουν στην Αίθουσα της Γνώσης, μονάχα μία
φορά στην ζωή τους, ανήμερα στα δέκατα όγδοα γενέθλιά τους και βγαίνουν από
εκεί, αμέσως μόλις παρέλθει το ελάχιστο επιτρεπόμενο όριο παραμονής του ενός
τετάρτου της ώρας, για να μην ξαναγυρίσουν ποτέ σε εκείνο το τρομερό μέρος.
Φυσικά δικαιούνται να μείνουν στην Αίθουσα για όσο θέλουν, καθώς και να
επιστρέψουν εκεί όποτε το επιθυμήσουν, η τραυματική τους όμως εμπειρία που
βιώνουν εκεί, κάνει τους περισσότερους να μην διανοηθούν καν μία πιθανή
επιστροφή τους εκεί. Υπάρχουν βεβαίως και οι εξαιρέσεις, ατόμων που εισέρχονται
ξανά στην Αίθουσα της Γνώσης, αναζητώντας περισσότερη από την σοφία των
Παλαιών, αλλά αυτό αποτελεί ένα εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο. Η πρώτη είσοδος
ενός ανθρώπου στην Αίθουσα της Γνώσης μπορεί να προκαλέσει θάνατο από τον φόβο,
παραφροσύνη, καθώς και αυτοκτονικές τάσεις στο διάστημα μετά την είσοδο στην
Αίθουσα· ωστόσο, αν κάποιος καταφέρει να αντέξει την πρώτη φορά και να
παραμείνει ζωντανός, δύσκολα παθαίνει κάτι από τα παραπάνω, σε περίπτωση που
ξαναμπεί στην Αίθουσα. Τέλος αξιοσημείωτη είναι και η επίδραση της Αίθουσας της
Γνώσης σε όσους βγαίνουν από αυτή ζωντανοί, εχέφρονες και χωρίς επιθυμία
θανάτου. Σχεδόν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, υφίστανται μία ακαριαία ψυχική
μεταμόρφωση, η οποία σκληραίνει εξαιρετικά την ψυχή τους και τους δημιουργεί
μία ροπή προς τον κυνισμό, τον εγωκεντρισμό, την τυραννικότατα και τον
μηδενισμό, στερώντας τους από κάθε ίχνος ανθρωπιάς, ηθικής και ενσυναίσθησης.
Ως αποτέλεσμα αυτού, οι περισσότεροι από τους Τομεάρχες των Ταρτάρων γίνονται
εξαιρετικά σκληροί και τυραννικοί ηγεμόνες που ελάχιστα νοιάζονται για το καλό
των ανθρώπων που κυβερνάνε, διαιωνίζοντας μία απελπιστική κατάσταση.
Οι Τομεάρχες τέλος, τα
άτομα δηλαδή της τοπαρχικής κάστας που ανέρχονται στον θρόνο ενός από τους
Τομείς των Ταρτάρων, αποκτούν απόλυτη εξουσία πάνω στην περιοχή που κληρονομούν
και στους κατοίκους της που θεωρούνται δέσμιοι της γης τους (δεν μπορούν δηλαδή
να μετακινηθούν ελεύθερα και να μετεγκατασταθούν σε κάποιο άλλο μέρος). Δεν
υπάρχει κάποιο σύνταγμα που να περιορίζει την εξουσία τους, παρά μόνον ο Ιερός
Νόμος, όπως ορίζεται από τα ιερά βιβλία του Ιερού Τιμόθεου του Θεολόγου. Συχνά
ζουν απομονωμένοι από τον λαό τους, έχοντας κοντά τους, μόνο λίγους έμπιστους
υπηρέτες, στρατιώτες και θεραπευτές, φοβούμενοι την περίπτωση μίας απόπειρας
δολοφονίας εναντίον τους από το αγανακτισμένο πλήθος ή από κάποιον πολιτικό
τους αντίπαλο. Βασικές τους επιδιώξεις που χαρακτηρίζουν εν πολλοίς τον τρόπο
διοίκησης που οι περισσότεροι επιλέγουν είναι η διατήρηση της καθεστηκυίας
τάξης πραγμάτων, ο περιορισμός του φαινομένου του υπερπληθυσμού, η διατήρηση
μίας σταθερής οικονομίας που θα υποστηρίζει τον πολυτελή τρόπο ζωής τους (για
τα δεδομένα των Ταρτάρων) και η αποτροπή τυχόν αντιδράσεων διά της επίδειξης
ισχύος. Τους ενδιαφέρει τέλος η διατήρηση της ισορροπίας των δυνάμεων μεταξύ
των διαφόρων τομεαρχών σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και των τοπικών τοπαρχικών
οικογενειών, στο εσωτερικό του Τομέα τους.
Η Κάστα των Θεραπευτών
[αναφέρεται και ως κάστα των Γιατρών, στην καθομιλουμένη των Ταρτάρων]
Η κάστα των θεραπευτών
είναι η δεύτερη ισχυρότερη κάστα στα Τάρταρα. Αποτελείται από περίπου 180.000.000
μέλη που απαρτίζουν το 0,9% του παγκόσμιου πληθυσμού. Τα μέλη της εργάζονται ως
γιατροί των σωμάτων και των ψυχών και βρίσκονται στις υπηρεσίες των Τοπαρχών
και του Ιερατείου. Οι καλύτεροι στην δουλειά τους γιατροί, κουράρουν τους
ίδιους τους Τομεάρχες και τις οικογένειές τους, καθώς και τους υψηλόβαθμους
ιερείς του Ιερατείου της μητέρα θεάς. Αυτοί έχουν στην διάθεσή τους το
μεγαλύτερο μέρος των ιατρικών πόρων του πλανήτη. Οι γιατροί δεύτερης
κατηγορίας, αναλαμβάνουν τους χαμηλόβαθμους ιερείς, άλλους γιατρούς και τους
πολεμιστές, με πολύ λιγότερα μέσα στην διάθεσή τους, ενώ υπάρχουν και γιατροί
τρίτης κατηγορίας που εποπτεύουν την γενικότερη υγεία των εργατών. Η δουλειά
των τελευταίων, αφορά κυρίως στην παροχή πρώτων βοηθειών και όχι στην διεξαγωγή
επεμβάσεων ή στην θεραπεία σοβαρών ασθενειών (καθώς οι εργάτες θεωρούνται
γενικά αναλώσιμοι από τους ισχυρούς των Ταρτάρων). Φροντίζουν όμως για την
διαχείριση των διαφόρων λοιμών που ξεσπούν κατά καιρούς, με κύριο γνώμονα τον
περιορισμό της διάδοσής τους, ώστε να μην επηρεαστεί ο κύκλος των εργασιών στον
τομέα. Γενικά, όσο πιο ψηλά είναι κανείς στο καστικό σύστημα, τόσο καλύτερη
είναι η ιατρική φροντίδα που του προσφέρουν τα μέλη της κάστας αυτής.
Οι γιατροί -ή θεραπευτές
όπως οι ίδιοι αρέσκονται πολλές φορές να αυτοαποκαλούνται- ζουν μία σχετικά
άνετη ζωή (για τα δεδομένα των Ταρτάρων), με λίγες αλλά ουσιαστικές πολυτέλειες
όπως το καθαρό νερό, το νερωμένο κρασί και η περιορισμένη πρόσβαση σε κρέας
καλής ποιότητας (κοτόπουλο) και σε ψωμί από σιτάρι. Επίσης, έχουν πρόσβαση σε
παλιά ιατρικά βιβλία της εποχής των Παλαιών, καθώς δεν μπορούν να κατέβουν οι
ίδιοι στην Αίθουσα της Γνώσης και σε μία αρκετά καλή ιατρική περίθαλψη σε
περίπτωση που νοσήσουν. Λόγω της καλής τους σχετικά μόρφωσης και της αδυναμίας
τους να μεταπηδήσουν κάστα τέλος, οι γιατροί που τοποθετούνται στην θέση του
ανακτορικού γιατρού, συχνά γίνονται εξ απορρήτων σύμβουλοι των τοπαρχών και
απολαμβάνουν ορισμένες παραπάνω ανέσεις και δικαιώματα.
Η Κάστα των Πολεμιστών
Η κάστα των πολεμιστών
είναι η τρίτη κατά σειράν κάστα της καστικής πυραμίδας. Αριθμεί περίπου 1.800.000.000 μέλη παγκοσμίως, ήτοι το 9%
του παγκόσμιου πληθυσμού. Τα μέλη της εκπαιδεύονται στην τέχνη του πολέμου ήδη
από αρκετά νεαρή ηλικία (σε ένα απαιτητικό πρόγραμμα στρατιωτικής αγωγής) και
αποτελούν την σιδηρά πυγμή των τομεαρχών.
Η εκπαίδευσή των αγοριών
στοχεύει στο να τους κάνει να μην έχουν φόβο θανάτου και να μην διανοούνται καν
το ενδεχόμενο της άρνησης μίας διαταγής. Τα δε κορίτσια δέχονται και αυτά
ανάλογη εκπαίδευση, για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πολεμίστριες σε περίοδο
λειψανδρίας. Στο πλαίσιο της εκπαίδευσης αυτής, οι πολεμιστές αποκτούν μία
ισχυρή τοπική ιδεολογία, ούτως ώστε να θεωρούν τους εαυτούς τους δεμένους με
τους τομείς τους και άρα να μην είναι εύκολο για αυτούς να εγκαταλείψουν τον
τομέα τους και κατ’ επέκταση τον τομεάρχη τους. Ωστόσο, έχουν κατά καιρούς
σημειωθεί και περιπτώσεις πολεμιστών που εγκατέλειψαν την θέση τους και
διέφυγαν σε άλλους τομείς (συχνά για να αποφύγουν την ποινή του θανάτου, μετά
από κάποιο έγκλημα), στους οποίους πούλησαν έκτοτε τις υπηρεσίες τους, ως
μισθοφόροι, έναντι ενός κάπως καλύτερου βιοτικού επιπέδου.
Η διατροφή των πολεμιστών
στερείται στοιχείων πολυτελείας, αλλά παραμένει πλούσια σε πρωτεΐνες, ώστε να
τους παρέχει την απαραίτητη ενέργεια για να εκτελέσουν με άνεση το καθήκον
τους. Στην καθημερινή τους σίτιση κυριαρχούν τα σκευάσματα από ρύζι, τα μανιτάρια
και το κρέας κακής ποιότητας (κυρίως από ποντίκια και κάποια είδη εντόμων), ενώ
το αλκοόλ απαγορεύεται. Σε εξαιρετικές πάλι περιπτώσεις -όπως μετά από μία
σημαντική νίκη ή σε μεγάλες γιορτές- συνηθίζεται η κατανάλωση κρέατος καλής
ποιότητας (λαγού ή ακόμα και κοτόπουλου), ψωμιού από σιτάρι και ακόμα και
μπύρας.
Ο πληθυσμός των
πολεμιστών αυξάνεται σταθερά στα Τάρταρα, παρά την συνεχή ύπαρξη συγκρούσεων
μεταξύ των στρατευμάτων των διαφόρων Τομέων. Ωστόσο, οι Τομεάρχες δεν
ενδιαφέρονται να ανακόψουν την αύξηση αυτή -παρά μόνο σε κάποιες περιπτώσεις,
να την μετριάσουν λίγο- καθώς την ερμηνεύουν ως αύξηση της στρατιωτικής τους
ισχύος.
Η κάστα των Εργατών
Πρόκειται για την πιο
πολυάριθμη σε πληθυσμό και παράλληλα για την πιο εξαθλιωμένη κάστα. Οι εργάτες
αριθμούν περί το 18.000.000.000 άτομα, περί το 90% δηλαδή του παγκόσμιου
πληθυσμού. Είναι δε υπεύθυνοι για όλες σχεδόν τις εργασίες που λαμβάνουν χώρα
στα Τάρταρα, εξαιρουμένης της διοίκησης, της λατρείας του θείου, της ιατρικής
και του πολέμου.
Οι πιο τυχεροί μεταξύ των
εργατών είναι αυτοί που εργάζονται για τα ανακτορικά συγκροτήματα και για τις
οικίες των τομεαρχών, καθώς γλυτώνουν από την πολυκοσμία των απέραντων στοών
και ενίοτε μπορεί να πάρουν μία γεύση από την ζωή των ανώτερων καστών. Παρά την
αλαζονική συμπεριφορά όλων σχεδόν των υπολοίπων απέναντι τους, η θέση τους εκεί
τους εξασφάλιζε ένα αρκετά καλύτερο επίπεδο διαβίωσης και ίσως και μια κάπως
καλύτερη ιατρική περίθαλψη, σε περίπτωση που κέρδιζαν τις εντυπώσεις του
τοπάρχη ή του ανακτορικού του γιατρού.
Ακολουθούν οι εργάτες που
δουλεύουν για το ιερατείο, οι οποίοι επίσης ζουν καλύτερα από τους
περισσότερους άλλους εργάτες, κυρίως επειδή το ιερατείο προσπαθεί να βγάλει
προς τα έξω ένα προσωπείο κατανόησης και αγάπης, για τους αδύναμους του
υποχθόνιου εκείνου κόσμου. Στην συνέχεια, είναι οι εργάτες που εργάζονται στο
λεγόμενο βασικό επίπεδο του κάθε τομέα. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται
καθαριστές, μάγειροι, υδραυλικοί, μηχανικοί, οικιακοί υπηρέτες και υπηρέτριες,
αχθοφόροι, οικοδόμοι, αρτοποιοί, μικροπωλητές και ιερόδουλες. Η ομάδα αυτή των
εργατών ζούσε σε έναν χώρο πολύ πιο ανοιχτό απ’ ότι οι εργάτες των κατώτερων
επιπέδων, ενώ η άμεση αλληλεπίδραση με μέλη των άλλων καστών και με ιερείς και
ιέρειες του ιερατείου της μητέρας θεάς συνεπαγόταν λίγο καλύτερες συνθήκες
εργασίας.
Στην συνέχεια ήταν οι
εργάτες μεταποίησης, εργοστασιακής κατασκευής, καθώς και οι καλλιεργητές των
υπόγειων θερμοκηπίων που ζούσαν μία πολύ πιο δύσκολη ζωή στα κατώτερα επίπεδα,
αλλά και αυτοί ήταν σε καλύτερη κατάσταση από τους σκαφτιάδες των απέραντων ορυχείων
που ζούσαν μία πολύ πιο επικίνδυνη και πολύ πιο μίζερη ζωή, στις απέραντες,
γεμάτες ανθρώπους σήραγγες των κατώτερων επιπέδων των διαφόρων τομέων. Οι
τελευταίοι, σε αντίθεση με όλους τους υπολοίπους, δεν είχαν καν την
«πολυτέλεια» ενός αξιοπρεπούς αποχωρητηρίου και ήταν αναγκασμένοι να κάνουν τις
φυσικές τους ανάγκες στον ίδιο κλειστό χώρο που εργάζονταν, ζούσαν, κοιμούνταν
και έτρωγαν, μαζί με αναρίθμητους συναδέλφους τους.
Ο μέσος εργάτης, δεν είχε
πρόσβαση σε καθαρό νερό, παρά μόνο σε ένα μείγμα νερού και λάσπης που συχνά
ήταν φορέας φονικών για το εξασθενημένο τους ανοσοποιητικό σύστημα μικροβίων. Η
καθημερινή τροφή τους αποτελείτο από μικρές ποσότητες ρυζιού και έντομα των
ορυχείων, ενώ μετά βίας ξεπερνούσε τις 1000 θερμίδες ημερησίως. Η ιατρική τους
περίθαλψη ήταν υποτυπώδης και αποσκοπούσε αποκλειστικά στο να τους κρατά
παραγωγικούς, ενώ σε περιπτώσεις σημαντικού τραυματισμού, αναπηρίας ή
αρρώστιας, ο ασθενής αφηνόταν να πεθάνει, ως αναλώσιμος. Την παραγωγικότητά
τους διασφάλιζε η στενή επίβλεψή τους από ειδικές ομάδες της κάστας των
πολεμιστών, οι οποίες συχνά φέρονταν στους εργάτες με ιδιαίτερη σκληρότητα,
έχοντας το ελεύθερο ακόμα και να σκοτώσουν κάποιους από αυτούς, αν έκριναν ότι
αυτό θα έκανε τους υπόλοιπους να εργαστούν πιο σκληρά, για την ζωή τους. Έτσι,
οι εργάτες δούλευαν κατά μέσο όρο 14 ώρες την ημέρα, με εξαίρεση μόνο τις
μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, αλλά συχνά και ιδίως για τους ανθρώπους των
ορυχείων, υπήρχαν περιπτώσεις όπου τους επιβαλλόταν ασταμάτητη εργασία, χωρίς
διάλειμμα ούτε καν για ύπνο για 2 ή και για 3 συνεχόμενα εικοσιτετράωρα. Δεν
κάνει εντύπωση λοιπόν που τα 32 χρόνια είναι ο μέσος όρος ζωής της εργατικής
τάξης, η οποία όμως παρουσιάζει το μεγαλύτερο ποσοστό πληθυσμιακής αύξησης σε
σχέση με οποιαδήποτε άλλη κάστα. Κάθε εργάτρια άλλωστε κάνει κατά μέσο όρο είκοσι παιδιά στην ζωή της, αρχίζοντας συχνά αμέσως μόλις το σώμα της αποκτά την
δυνατότητα να αναπαραχθεί και περίπου το ένα τέταρτο αυτών καταφέρνουν και
φτάνουν σε αναπαραγωγική ηλικία και να κάνουν δικά τους παιδιά.
Οι τομεάρχες λοιπόν,
συχνά θεωρούν την εργατική κάστα ως την πλέον υπεύθυνη για το πρόβλημα του
υπερπληθυσμού του υπόγειου κόσμου τους. Και βέβαια, γνωρίζουν καλά ότι οι
εργάτες των ορυχείων αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος αυτού. Για
τον λόγο αυτό, συχνά συνεννοούνται μεταξύ τους για να διεξάγουν προμελετημένους
πολέμους, όπου στρατιωτικές δυνάμεις των δύο Τομέων εισβάλλουν στα κατώτερα
επίπεδα του αντίπαλου τομέα, κατασφάζουν μεγάλο μέρος των εργατών των ορυχείων
-μειώνοντας κατ’ άτι τον πληθυσμό- και γυρνούν στην βάση τους, χωρίς σημαντικές
συγκρούσεις με το εχθρικό στράτευμα που εν τω μεταξύ έχει κάνει τα ίδια στον
δικό τους Τομέα και επιστρέφει και αυτό πίσω στην δική του βάση. Έτσι, για την
όποια φρικαλεότητα κατηγορείται «ο εχθρός», ενώ η ίση φρικαλεότητα του στρατού
προς τους εργάτες του άλλου τομέα αιτιολογείται ως νόμιμα αντίποινα.
Οι εργάτες λοιπόν που
αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων των Ταρτάρων είναι εκείνοι
που υποφέρουν περισσότερο από την καθεστηκυία τάξη που επιβάλλεται από το
καστικό σύστημα των Ταρτάρων και άρα αποτελούν την καστική εκείνη ομάδα που
περισσότερο από κάθε άλλη επιθυμεί ενδόμυχα την κατάρρευση του καστικού
συστήματος -καίτοι ελάχιστοι τολμούν να το ομολογήσουν ως και στον ίδιο τους
τον εαυτό, δεδομένου του φόβου της μεταφυσικής τιμωρίας (αφού το ιερατείο
θεωρεί ιερό το καστικό σύστημα των Ταρτάρων).
Το Ιερατείο της μητέρας
θεάς
"Το Ιερατείο της μητέρας θεάς δεν αποτελεί ξεχωριστή κάστα, αλλά έναν οργανισμό, στον οποίο συμμετέχουν άτομα που απαρνούνται την κάστα τους και παίρνουν όρκο σεξουαλικής αγνότητας για το υπόλοιπο του βίου τους, με την σαφή προϋπόθεση ότι το ιερατείο θα τους δεχτεί στους κόλπους του". (Νόμοι της Καθόδου, Ιερός Ματθαίος ο Θεολόγος)
Τα μέλη του Ιερατείου προέρχονται κυρίως από τις
κάστες των θεραπευτών (45% περίπου των ιερέων και ιερειών) και των πολεμιστών
(42% περίπου). Πρόκειται για τους θεραπευτές που για κάποιον λόγο δυσκολεύονται
να ακολουθήσουν το λειτούργημα του γιατρού, αλλά και για τους πολεμιστές που
δεν είναι ιδιαίτερα ικανοί ή πρόθυμοι στο να ασκήσουν βία. Έτσι, το ιερατείο,
αφού εξετάσει τις περιπτώσεις τους και διαπιστώσει την γνησιότητα της πίστης
τους, τους δέχεται στους κόλπους του, με τους πρώην θεραπευτές γενικά να είναι
ευκολότερο να ανελιχθούν στην ιεραρχία… Ακολουθούν οι εκπρόσωποι της κάστας των
εργατών (11% περίπου), ελάχιστοι εκ των οποίων προέρχονται από τα ορυχεία ή τα
εργοστάσια των κατώτερων επιπέδων. Οι περισσότεροι εξ αυτών είναι παιδιά ιερέων
που δούλευαν για το ιερατείο και οι οποίοι είχαν κερδίσει μεγάλη εύνοια μεταξύ
των ιερέων της μητέρας θεάς. Έτσι, παρά την ταπεινή καταγωγή τους, έγιναν
δεκτοί στο Ιερατείο. Ελάχιστοι είναι τέλος εκείνοι (2% περίπου του ιερατείου)
που προέρχονται από την κάστα των Τομεαρχών, κυρίως λόγω του ότι είναι οι
μόνοι, το βιοτικό επίπεδο των οποίων θα έπεφτε με μία τέτοια απόφαση. Πρόκειται
κυρίως για άτομα που επέλεξαν αυτό τον δρόμο για να αποφύγουν κάποια τιμωρία ή
για να αποφύγουν την είσοδό τους στην Αίθουσα της Γνώσης, ως έφηβοι. Το
τελευταίο φαινόμενο είναι εξαιρετικά σπάνιο, αφού η άρνηση της γνώσης των
Παλαιών θεωρείτο ως κάτι μάλλον τα ατιμωτικό για ένα μέλος της κάστας αυτής.
Το Ιερατείο αποτελείται από 19.900.000 περίπου ιερείς και ιέρειες, απαρτίζοντας το 0,0995% του παγκόσμιου πληθυσμού. Από τα άτομα αυτά περίπου 12.500.000 είναι άνδρες ιερείς και 7.400.000 γυναίκες ιέρειες, καθώς, παραδόξως, για μια γυναίκα η πρόσβαση και η ανέλιξη στο ιερατείο της μητέρας θεάς δεν είναι τόσο εύκολη όσο για έναν άνδρα.
αλλά και πάλι το ιερατείο παραμένει ανδροκρατούμενο καθώς οι γυναίκες
Οι 19.700.000 εκ των ιερέων, συμπεριλαμβανομένων όλων των προερχόμενων από τις κάστες των εργατών και των πολεμιστών, αλλά και των περισσότερων γυναικών, είναι απλοί ιερείς και ιέρειες, ενώ μόνο 200.000 άτομα ανεβαίνουν στα ανώτερα αξιώματα. Από αυτούς, 40.000 εργάζονται ως ιερείς και ιέρειες για λογαριασμό τοπαρχικών οικογενειών, 100.000 έχουν τον ρόλο ιεραποστολικών επισκόπων στους διάφορους τομείς και οι υπόλοιποι 60.000 απαρτίζουν το υψηλόβαθμο ιερατείο του Ιερού Τομέα (που ελέγχεται από το Ιερατείο της μητέρας θεάς). Επικεφαλής του Ιερατείου είναι ο Ανώτατος Αρχιερέας που θεωρείται συνεχιστής και διάδοχος του Ιερού Ματθαίου του Θεολόγου, ο οποίος πλαισιώνεται από ένα συμβούλιο τριάντα έξι ιερών συμβούλων, ένας από τους οποίους είθισται να τον διαδέχεται μετά τον θάνατό του. Αν και δεν απαγορεύεται ρητά η ύπαρξη γυναικών στις θέσεις αυτές, κάτι τέτοιο ουδέποτε έχει πάντως συμβεί.
Σε θεωρητικό επίπεδο,
εντός του Ιερατείου, δεν ισχύει ο καστικός διαχωρισμός που ισχύει για την
υπόλοιπη υποχθόνια κοινωνία -χωρίς αυτό ωστόσο να σημαίνει ότι η προέλευση από
κάποια συγκεκριμένη κάστα δεν μπορεί να συνεπάγεται μεγαλύτερες πιθανότητες για
την είσοδο στο ιερατείο ή για την ανέλιξη στους υψηλότερους βαθμούς της
ιεροσύνης. Ωστόσο, όλοι οι ιερείς και οι ιέρειες έχουν πρόσβαση σε αρκετές
πολυτέλειες (για τα δεδομένα των Ταρτάρων). Πίνουν καθαρό νερό, νερωμένο κρασί
(ή ακόμα και καθαρό, στα ανώτερα αξιώματα), ενώ η διατροφή τους περιλαμβάνει
κρέας καλής ποιότητας (λαγό και κοτόπουλο), μανιτάρια και ψωμί από σιτάρι.
Έχουν επίσης πρόσβαση σε αρκετά βιβλία -κυρίως θρησκευτικού περιεχομένου,
βέβαια- και σε ένα καλό μορφωτικό επίπεδο, χάριν της υποχρεωτικής φοίτησής τους
στην Ιερή Ακαδημία. Τέλος, απολαμβάνουν μεγάλου σεβασμού από τα άτομα όλων των
καστών (ακόμα και από τους ίδιους τους Τομεάρχες) και πολύ καλής ιατρικής
περίθαλψης. Το μόνο που αποτρέπει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού των Ταρτάρων από
το να ενταχθούν στο Ιερατείο για ένα καλύτερο επίπεδο ζωής πάντως είναι η
αυστηρότητα των Ιερέων, όσων αφορά τα κριτήρια αποδοχής και τον ανώτατο όριο
ιερέων και ιερειών.
Τέλος, ένας ιερέας ή μία
ιέρεια απαγορεύεται να έχει οποιαδήποτε ερωτική σχέση, αλλά αυτό δεν τους
αποτρέπει εντελώς από το να σχηματίσουν οικογένεια. Διότι δύνανται να
υιοθετήσουν ένα παιδί, εξασφαλίζοντάς του αυτόματη πρόσβαση στο ιερατείο της
μητέρας θεάς και να το έχουν σαν παιδί δικό τους, μειώνοντας κάπως την
μοναχικότητα της ζωής που επέλεξαν…
Σημείωση: Οι αριθμοί που δίνονται είναι κατ’ εκτίμηση, καθώς λόγω της ραγδαίας πληθυσμιακής αύξησης των Ταρτάρων και των περιορισμένων πόρων που είναι διαθέσιμοι, η ακριβής καταμέτρηση του πληθυσμού δεν είναι πλέον δυνατή.
Παράρτημα: Η κάστα ως παράγοντας της τιμής του μέσου όρου ζωής στα Τάρταρα
Λόγω των τεράστιων διαφορών στο βιοτικό επίπεδο των ατόμων που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες (τις τέσσερεις κάστες συν το ιερατείο της μεγάλης μητέρας θεάς), παρατηρούνται και μεγάλες διαφορές στον μέσο όρο ζωής των ανθρώπων αυτών. Στο παρακάτω γράφημα, παρουσιάζεται ο μέσος όρος ζωής ανά κοινωνική ομάδα, τόσο για άνδρες (μπλε χρώμα), όσο και για γυναίκες (πορτοκαλί χρώμα) και ακολουθεί σύντομη ανάλυση των δεδομένων. Για καλύτερη ανάλυση, κάντε κλικ στην παρακάτω εικόνα:
Οι εργάτες, με τις άθλιες συνθήκες υγιεινής, την ατελείωτη, εξαντλητική δουλειά και την κακή διατροφή, αποτελούν την κοινωνική με τον χαμηλότερο μέσο όρο ζωής. Οι άνδρες ζουν κατά μέσο όρο 29 χρόνια και οι γυναίκες 34. Η αισθητή διαφορά μεταξύ των εκπροσώπων των δύο φύλων οφείλεται στο γεγονός ότι κατά κανόνα οι άνδρες εργάτες αναλαμβάνουν τις πιο βαριές και πιο επικίνδυνες εργασίες, κάτι που κατά κανόνα τους κάνει να φεύγουν λίγα χρόνια νεότεροι από τις γυναίκες τους.
Οι πολεμιστές μπορεί να ζουν σε κάπως καλύτερες συνθήκες απ' ότι οι εργάτες, αλλά και η δική τους ζωή χαρακτηρίζεται από στερήσεις και κινδύνους. Ο μέσος όρος ζωής για τους άνδρες ανέρχεται στα 34 χρόνια, ενώ για τις γυναίκες στα 47 και εδώ παρατηρείται η μεγαλύτερη διαφορά μέσου όρου ζωής μεταξύ των δύο φύλων. Κύρια αιτία θανάτου των ανδρών πολεμιστών είναι άλλωστε οι ευάριθμες συγκρούσεις των τομεαρχικών στρατών που γίνονται κατά καιρούς και αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλοί νέοι άνδρες να πεθαίνουν σε σχετικά νεαρή ηλικία. Οι γυναίκες αντίθετα, καίτοι εκπαιδεύονται όπως και οι άνδρες τους για να μπορέσουν να υπερασπιστούν τις οικογένειες και τον τομέα τους, σε περίπτωση λειψανδρίας, σπανίως βρίσκονται στο πεδίο της μάχης και έτσι γλυτώνουν εν πολλοίς την μοίρα των συντρόφων τους.
Η επόμενη κοινωνική ομάδα σε μέσο όρο ζωής είναι εκείνη των τοπαρχών (που φαίνεται στην δεύτερη δυάδα στηλών). Εδώ, ο μέσος όρος ζωής για τους άνδρες είναι τα 51 χρόνια και για τις γυναίκες τα 47 χρόνια. Πρόκειται δε για μία από τις δύο περιπτώσεις που οι άνδρες ζουν κατά μέσο όρο περισσότερο από τις γυναίκες. Ο χαμηλός σχετικά μέσος όρος ζωής των τοπαρχών παρά την πολυτελή τους διαβίωση (για τα δεδομένα των Ταρτάρων), οφείλεται αποκλειστικά στις παρενέργειες της εισόδου τους στην Αίθουσα της Γνώσης. Οι θάνατοι που συμβαίνουν στην ίδια την Αίθουσα από ανακοπή, οι επιτυχείς αυτοκτονίες ορισμένων μυστών, η προαιρετική -αλλά σύμφωνη με τις επιταγές τις θρησκείας- θανάτωση με ευθανασία ορισμένων εκ των αναπήρων (με την σύμφωνη γνώμη των δικών τους) και η μείωση του προσδόκιμου ζωής αυτών που χάνουν τα λογικά τους, αν αθροιστούν, μειώνουν το προσδόκιμο της ζωής των τοπαρχών κατά μέσο όρο κατά αρκετές δεκαετίες, φέρνοντάς το κάτω από το αντίστοιχο προσδόκιμο και των θεραπευτών και των ιερέων. Η δε μικρότερη κατά μέσο όρο ζωή των γυναικών, οφείλεται εν πολλοίς στο ότι οι περισσότερες απόπειρες αυτοκτονίας μετά την είσοδο στην Αίθουσα της Γνώσης αφορούν γυναίκες (σε ποσοστό 59% περίπου), πράγμα που σημαίνει ότι η είσοδος εκεί είναι λίγο πιο επικίνδυνη για τις γυναίκες απ' ότι για τους άνδρες (που ωστόσο έχουν μεγαλύτερα ποσοστά στον επιτόπιο θάνατο, λόγω ανακοπής, σε ποσοστό 64%).
Στην συνέχεια βρίσκουμε την κάστα των θεραπευτών, οι οποίοι απολαμβάνουν αισθητά καλύτερο επίπεδο ζωής απ' ότι οι εργάτες και οι πολεμιστές, χωρίς να έχουν την υποχρέωση της εισόδου στην Αίθουσα της Γνώσης, όπως οι τοπάρχες. Ο μέσος όρος ζωής για τους άνδρες είναι στα 65 χρόνια, ενώ για τις γυναίκες στα 67, κάτι που κάνει την κάστα αυτή να έχει το μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής απ' όλες τις άλλες (αφού το ιερατείο δεν αποτελεί κάστα, αλλά διακριτή κοινωνική ομάδα).
Ακολουθεί το ιερατείο της μεγάλης μητέρας θεάς, τα μέλη του οποίου απολαμβάνουν σημαντικές ανέσεις, μεγαλύτερες από εκείνες των γιατρών, χωρίς να έχουν την υποχρέωση να επισκεφτούν την Αίθουσα της Γνώσης. Το ιερατείο αποτελεί την δεύτερη εξαίρεση όπου οι άνδρες έχουν υψηλότερο μέσο όρο ζωής από τις γυναίκες. Συγκεκριμένα, οι άνδρες ιερείς έχουν μέσο όρο ζωής τα 72 έτη, ενώ οι γυναίκες τα 71. Η μικρή διαφορά μεταξύ των δύο φύλων στην περίπτωση αυτή οφείλεται αφ' ενός στην σχεδόν αποκλειστική συμμετοχή ανδρών ιερέων στα υψηλότερα ιερατικά αξιώματα (που συνεπάγονται ένα επίπεδο ζωής που λίγα έχει να ζηλέψει από το αντίστοιχο των τοπαρχών) και αφ' ετέρου στο γεγονός ότι μία πιθανή παραβίαση του όρκου σεξουαλικής αγνότητας των ιερειών (κάτι που μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε αποπομπή από το ιερατείο ή ακόμα και θάνατο) είναι πιο εύκολο να αποδειχθεί βιολογικά απ' ότι μία αντίστοιχη παραβίαση του ίδιου όρκου ενός άνδρα ιερέα.
Τέλος, η πρώτη δυάδα στηλών αφορά το προσδόκιμο ζωής εκείνων των τομεαρχών που έχουν καταφέρει να φτάσουν στο δέκατο ένατο έτος της ηλικίας τους, έχοντας επιβιώσει της εισόδου τους στην Αίθουσα της Γνώσης και των παρενεργειών της. Εδώ, ο μέσος όρος ζωής των ανδρών είναι τα 77 έτη και των γυναικών τα 79, τιμή που και στις δύο περιπτώσεις είναι υψηλότερη από την αντίστοιχη τιμή των εκπροσώπων του ιερατείου. Τούτο αποδεικνύει το πόσο καλύτερο ήταν το επίπεδο ζωής των Τομεαρχών και το πόσο υψηλότερος θα ήταν ο μέσος όρος ζωής τους αν δεν έμπαιναν ποτέ τους στην Αίθουσα της Γνώσης.
Πάντως αξιοσημείωτο είναι ότι ακόμα και ο μέσος όρος ζωής των τοπαρχών (που είναι υπερδιπλάσιος του αντίστοιχου μέσου όρου ζωής των εργατών) παραμένει αισθητά χαμηλότερος από τον μέσο όρο ζωής των Παλαιών, ο οποίος είχε φτάσει στα χρόνια πριν την Κάθοδο στα 93 χρόνια για τους άνδρες και στα 95 χρόνια για τις γυναίκες.