Ο υπόγειος κόσμος των
Ταρτάρων σχεδιάστηκε από τους κατασκευαστές του ως ένα τελευταίο καταφύγιο για
την ανθρωπότητα, σε μία εποχή ραγδαίας κλιματικής καταστροφής που ακολούθησε τα
γεγονότα της Μεγάλης Τιμωρίας κατά τον τελευταίο αιώνα πριν την Κάθοδο. Η
κατασκευή των Ταρτάρων, η διάνοιξη δηλαδή των πρώτων υπογείων στοών που θα
αποτελούσαν τον πυρήνα του υποχθόνιου αυτού κόσμου, ολοκληρώθηκε σε αρκετά γρήγορα, παρά την τρομοκρατική επίθεση δολιοφθοράς που προκάλεσε μεγάλες ζημιές στο
υπό κατασκευή έργο κατά το έτος 50 π.Κ. Ωστόσο, χάριν της υψηλής τεχνολογίας
που χρησιμοποίησαν οι Παλαιοί, των τεράστιων κονδυλίων που έπεσαν στο Πρόγραμμα
Τάρταρος, αλλά και της απεγνωσμένης προσπάθειας των ανθρώπων της εποχής να
σώσουν το είδος τους, η περάτωση του έργου έλαβε χώρα επτά χρόνια πριν τον εκτιμώμενο
χρόνο αποπεράτωσης του έργου.
Η κατασκευή των Ταρτάρων
διήρκησε συγκεκριμένα από το 57 π.Κ. μέχρι και το 12 π.Κ., για να στεγάσει 40.000.000
ανθρώπους. Όταν ξεκίνησε η κατασκευή του υπόγειου δικτύου στοών, ο αριθμός αυτός
αντιστοιχούσε σε ένα μικρό ποσοστό της ήδη αποδεκατισμένης από την καταστροφή Ανθρωπότητας
(1,5% του τότε συνολικού πληθυσμού). Ωστόσο, μέχρι την ολοκλήρωσή του, ο παγκόσμιος
πληθυσμός είχε μειωθεί αρκετά, λόγω των πολέμων, των λοιμών και της κλιματικής
κρίσης, με αποτέλεσμα ο ίδιος αυτός αριθμός να αντιστοιχεί στο 10% περίπου του
παγκόσμιου πληθυσμού.
Για την κατασκευή των Ταρτάρων έπρεπε να επιλεχθεί ένας τόπος που να είχε τα εξής δύο βασικά χαρακτηριστικά: να βρίσκεται αρκετά μακριά από τον ισημερινό, ώστε να κερδίσουν οι κατασκευαστές του περισσότερο χρόνο (αφού οι κοντινές στον ισημερινό εκτάσεις θα ήταν οι πρώτες που θα καθίσταντο ακατάλληλες για την υποστήριξη της ανθρώπινης ζωής, λόγω της κλιματικής αλλαγής) και να βρίσκεται αρκετά μακριά από πυκνοκατοικημένες περιοχές, από τις οποίες θα μπορούσαν ίσως να εφορμήσουν σαμποτέρ που για λόγους πολιτικούς ή θρησκευτικούς δεν ήθελαν την ολοκλήρωση του Προγράμματος Τάρταρος. Και επιπροσθέτως, μία τοποθέτηση των Ταρτάρων στο βόρειο ημισφαίριο της Γης θα ήταν προτιμότερη, δεδομένου του ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των επιζώντων ανθρώπων ζούσαν εκεί.
Αρχικά προτάθηκαν δύο θέσεις: το Αρχιπέλαγος των Νησιών της Βασίλισσας Ελισάβετ στον Καναδά και η δυτική Ισλανδία. Η πρώτη θέση είχε το πλεονέκτημα ότι δεν βρισκόταν σε σεισμογενή ή ηφαιστιογενή περιοχή, σε αντίθεση με την δεύτερη που από την άλλη προσφερόταν για την αξιοποίηση της υπόγειας γεωθερμικής ενέργειας. Μετά από πολλές συζητήσεις των υπευθύνων του έργου, κατά τις οποίες ακούστηκαν επιχειρήματα και για τις δύο επιλογές, θεωρήθηκε ότι ο κίνδυνος που συνιστά το ηφαιστειακό περιβάλλον της Ισλανδίας είναι μικρότερος από τον κίνδυνο πυρηνικού ατυχήματος, σε περίπτωση που τα Τάρταρα χρησιμοποιούσαν πυρηνική ενέργεια για την ηλεκτροδότησή τους, όπως θα γινόταν αν επιλεγόταν η καναδική θέση.
Βάσει του αρχικού τους σχεδιασμού,
τα Τάρταρα αποτελούνταν από 700.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, χωρισμένα σε 7 ίσα
επίπεδα των 100.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Το ανώτερο ή βασικό επίπεδο,
βρισκόταν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου κάτω από την Επιφάνεια, ενώ τα γειτονικά
επίπεδα χωρίζονταν μεταξύ τους από μία υψομετρική απόσταση 25 ως 50 μέτρων.
Παρά όμως το ότι θεωρητικά, στον κάθε έποικο των Ταρτάρων θα αντιστοιχούσε ένας
χώρος 2.500 τετραγωνικών μέτρων, η κατάσταση ήταν στην πραγματικότητα πολύ διαφορετική.
Κάθε ένα από τα 7 επίπεδα έχει συνολική έκταση
Από τα 700.000
τετραγωνικά χιλιόμετρα των Ταρτάρων, 400.000 ήταν αφιερωμένα στην πρωτογενή
παραγωγή, καθώς ο πληθυσμός των Ταρτάρων έπρεπε κάπως να επιβιώσει και στην
διατήρηση των ζωικών και φυτικών ειδών που διασώθηκαν από την Επιφάνεια. Επιπλέον,
ένα ολόκληρο επίπεδο 100.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων αφιερώθηκε στην
βιομηχανική παραγωγή, 50.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα ορίστηκαν ως δημόσιοι
χώροι, 29.900 τετραγωνικά χιλιόμετρα αφιερώθηκαν στους Τομεάρχες για προσωπική
χρήση και εκμετάλλευση και 20.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα δόθηκαν στο Ιερατείο της
μεγάλης μητέρας θεάς Τέλος, 100
τετραγωνικά χιλιόμετρα ορίστηκαν ως ο Χρυσός Τομέας, ένας τόπος πολιτικών διαβουλεύσεων
για να αποφεύγονται πιθανές συγκρούσεις μεταξύ των Τομεαρχών και παράλληλα ο
μοναδικός τομέας που βρίσκεται εξ ολοκλήρου στο βασικό επίπεδο των Ταρτάρων. Τα
υπόλοιπα 100.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα θα δίνονταν στους εποίκους για
κατοίκηση, κάτι που θα μείωνε τον κατά κεφαλήν χώρο κατοίκησης στα 357
τετραγωνικά μέτρα. Το αρχικό σχέδιο άλλωστε προέβλεπε να υπάρχει αρκετός
ελεύθερος χώρος και για την πληθυσμιακή αύξηση του πληθυσμού των Ταρτάρων, κατά
τον πρώτο αιώνα μετά την Κάθοδο.
Παρά ταύτα όμως, η
κατάσταση θα άλλαζε όταν, λόγω των αναταραχών που προέκυψαν στην Επιφάνεια από
όσους έμειναν εκτός Ταρτάρων, αλλά και της ηθικής ακεραιότητας κάποιων εκ των
πρώτων Τομεαρχών, τα Τάρταρα θα δέχονταν περισσότερους εποίκους και
συγκεκριμένα άλλους 40.000.000 κατά το έτος 8 π.Κ και έπειτα άλλους 12.500.000
το έτος 4 π.Κ. Μέχρι λοιπόν το σφράγισμα των Ταρτάρων, το έτος 1 μ.Κ., αυτά
είχαν δεχθεί συνολικά 92.500.000 εποίκους, ενώ ο πληθυσμός τους είχε ήδη
αρχίσει να αυξάνεται λόγω των νέων γεννήσεων και ήδη πλησίαζε τις 94.000.000
ψυχές.
Έτσι, κατά το έτος 1
μ.Κ., οπότε έλαβε χώρα και η πρώτη επίσημη απογραφή του πληθυσμού των Ταρτάρων,
περίπου 94.000.000 άνθρωποι ζούσαν σε 100.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα κατοικήσιμης
περιοχής, με τον κατά κεφαλήν χώρο κατοίκησης να έχει μειωθεί στα 1.064
τετραγωνικά μέτρα. Ο διαθέσιμος χώρος ήταν ασφαλώς υπέρ αρκετός για τον επιπλέον
πληθυσμό των εποίκων, αλλά η έλευσή τους δημιούργησε ένα τεράστιο επισιτιστικό
πρόβλημα, το οποίο διήρκησε για μία ολόκληρη δεκαετία, από το 2 μ.Κ. ως το 12
μ.Κ., οδηγώντας μάλιστα και στον αφανισμό κάποιον μορφών ζωής που οι κάτοικοι
των Ταρτάρων είχαν κατεβάσει από την Επιφάνεια για να καλύψουν τις ανάγκες τους
σε τροφή. Ωστόσο, σύντομα η κρίση αυτή άρχισε να ξεπερνιέται με την σταδιακή
αξιοποίηση του συνόλου των παραγωγικών χώρων των Ταρτάρων για την παραγωγή, κυρίως
φυτικών τροφών, όπως το σιτάρι, το καλαμπόκι και το ρύζι.
Κατά τους αιώνες που
ακολούθησαν την Κάθοδο πάντως, ο πληθυσμός των Ταρτάρων άρχισε να αναπτύσσεται
ραγδαία, ένα φαινόμενο που επικεντρωνόταν κυρίως στις κατώτερες κάστες του
κοινωνικού συστήματος των Ταρτάρων. Το έτος 18 μ.Κ., ο πληθυσμός των Ταρτάρων έφτασε
για πρώτη φορά τα 100.000.000 ψυχές και συνέχισε να αυξάνεται γοργά. Το 46 μ.Κ.
ο πληθυσμός φτάνει το μισό δισεκατομμύριο και το έτος 75 μ.Κ. το ένα δισεκατομμύριο.
Ακολούθως, ο πληθυσμός των Ταρτάρων έφτασε τα 2 δισεκατομμύρια το έτος 101
μ.Κ., τα 3 δισεκατομμύρια το έτος 139 μ.Κ., τα 4 δισεκατομμύρια το 166 μ.Κ., τα
5 δισεκατομμύρια το έτος 178 μ.Κ. και τα 6 δισεκατομμύρια το έτος 194 μ.Κ. Δύο
χρόνια αργότερα, ο Πέδρο ο Τρελός ξεκίνησε την απόπειρά του να κατακτήσει τα Τάρταρα,
με έναν φατικό πόλεμο που προκάλεσε όμως σημαντική μείωση του παγκόσμιου πληθυσμού,
ο οποίος το έτος 202 μ.Κ., θα είχε υποχωρήσει κάτω από τα 4 δισεκατομμύρια. Ωστόσο,
ο πληθυσμός γρήγορα επανάκαμψε και το έτος 206 μ.Κ. ξαναπέρασε το κατώφλι των
τεσσάρων δισεκατομμυρίων, για να συνεχίσει και να φτάσει το 5 δισεκατομμύριά περί
το έτος 218 μ.Κ. Η ραγδαία πληθυσμιακή αύξηση θα συνεχιζόταν και στις επόμενες
δεκαετίες, με τον πληθυσμό να φτάνει τα 10 δισεκατομμύρια το έτος 269 μ.Κ., τα
15 δισεκατομμύρια το έτος 299 μ.Κ. και τελικά τα 20 δισεκατομμύρια στις αρχές
του έτους 346 μ.Κ., οπότε και ξεκινάει η πλοκή του βιβλίου.
Ο υπερπληθυσμός λοιπόν
σταδιακά εξελίχθηκε σε ένα άλυτο πρόβλημα του υποχθόνιου κόσμου των Ταρτάρων,
με τους δημόσιους χώρους να είναι πάντοτε κατάμεστοι από κόσμο. Οι Τομεάρχες
προσπάθησαν κατά καιρούς να τον αντιμετωπίσουν με διάφορους, όχι και τόσο
ηθικούς τρόπους, αλλά στην καλύτερη περίπτωση κατάφεραν απλώς να περιορίσουν,
παρά να αναστρέψουν την τεράστια πληθυσμιακή αύξηση των Ταρτάρων. Εκτός αυτού,
προχώρησαν σε σταδιακή αύξηση του οικιστικού χώρου των Ταρτάρων, ανοίγοντας νέες
σήραγγες, τόσο για κατοικίες, όσο και για την παραγωγή της τροφής που θα ήταν
απαραίτητη για την επιβίωση του αυξανόμενου πληθυσμού.
Ως πιθανές αιτίες του
προβλήματος αυτού της πληθυσμιακής αύξησης έχουν προταθεί η προβολή της αναπαραγωγής
ως αυτοσκοπού για τους κοσμικούς ανθρώπους από την θρησκεία της μητέρας θεάς, η
απουσία μέτρων οικογενειακού προγραμματισμού και των σχετικών φαρμακευτικών
ειδών για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των
κατώτερων καστών, η θεώρηση της άμβλωσης ως αμαρτία θρησκευτικά και ως
παρανομία νομικά, κολάσιμη με την ποινή του θανάτου -για την γυναίκα, αλλά και
για τον γιατρό- και τέλος η αίσθηση του επικείμενου θανάτου που είναι ιδιαίτερα
έντονη μεταξύ των μελών της κάστας των εργατών που μεγάλο μέρος τους βάζουν την
ζωή τους σε κίνδυνο καθημερινά για να κερδίσουν άλλη μία ημέρα ζωής.
Η συμβολή της θρησκείας της
μητέρας θεάς στην έξαρση του προβλήματος αποτελεί κοινό μυστικό μεταξύ των
Τομεαρχών, οι οποίοι όμως ουδέποτε τόλμησαν να αψηφήσουν τις εντολές του
ιερατείου (εξαιρουμένης μόνο της περίπτωσης του Πέδρο του Τρελού, πράγμα και το
οποίο προκάλεσε την τελική του πτώση). Επιπροσθέτως, η εκ της θρησκείας αντίληψη
της ιερότητας της μητρότητας οδηγούσε συχνά σε υπερβολές. Η δε κατάσταση της εγκυμοσύνης
θεωρείτο ιερή, σε βαθμό που να υπάρχει η πεποίθηση ότι αν μία έγκυος γυναίκα
που δεν έχει παραβιάσει το καστικό σύστημα και δεν έχει αναμειχθεί με άνδρες άλλης
κάστας, πεθάνει με οποιονδήποτε τρόπο (εξαιρουμένης μόνο της αυτοκτονίας) κατά
την διάρκεια της εγκυμοσύνης ή του τοκετού, τότε η γυναίκα αυτή οδηγείται χωρίς
κάποια θεϊκή κρίση απευθείας στα ανήλια δώματα της μητέρας θεάς -το παραδείσιο
εκείνο μυθικό σπήλαιο όπου καταλήγουν οι ψυχές των αγαθών ανθρώπων. Η αντίληψη
αυτή, οδήγησε λοιπόν τις περισσότερες γυναίκες των κατώτερων κοινωνικών καστών
(και κυρίως τις εργάτριες), να θεωρούν πρέπον για μία κοσμική γυναίκα να είναι
συνεχώς σε κατάσταση εγκυμοσύνης, ει δυνατόν από την εφηβεία μέχρι και τον
θάνατο ή (αν ήταν αρκετά τυχερή για να ζήσει αρκετά) την κλιμακτήριο. Αυτό
οδήγησε στην διαμόρφωση ενός μέσου όρου είκοσι γεννών ανά γυναίκα, οι
περισσότερες από τις οποίες οδηγούσαν το παιδί στον θάνατο μέσα στα πρώτα
χρόνια της ζωής του (και άρα απ’ ευθείας στα ανήλια δώματα της θεάς, αφού τα
βρέφη και τα παιδιά πριν την εφηβεία θεωρούνταν ότι μπορούσαν και αυτά
δικαιωματικά να αποφύγουν την θεϊκή κρίση, λόγω της εύνοιας της θεάς). Ωστόσο,
κάθε γυναίκα είχε κατά μέσο όρο 4 με 5 παιδιά που κατάφερναν να φτάσουν σε
αναπαραγωγική ηλικία και να κάνουν απογόνους, κάτι που επιδείνωνε το πρόβλημα
του υπερπληθυσμού των Ταρτάρων.
Κατά το έτος 346 μ.Κ.,
οπότε και ξεκινά η ιστορία του βιβλίου, ο διαθέσιμος χώρος των Ταρτάρων έχει
αυξηθεί, καθώς τα κατώτερα επίπεδα έχουν επεκταθεί προς τα έξω και έχουν
δημιουργηθεί άλλα δύο καινούργια επίπεδα πάρα κάτω, κάτι που αύξησε την συνολική
έκταση των Ταρτάρων από τα 700.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα στα περίπου 1.100.000
τετραγωνικά χιλιόμετρα, εκ των οποίων πλέον 200.000 χρησιμοποιούνταν ως
οικιστικός χώρος. Γενικά, η επέκταση των Ταρτάρων γινόταν κυρίως προς τα κάτω,
ώστε ο υποχθόνιος κόσμος των τελευταίων ανθρώπων σταδιακά να απομακρύνεται από
την Επιφάνεια και από τους άγνωστους στους αμύητους κινδύνους που αυτή
αντιπροσώπευε. Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι ήδη από τον 2ο αιώνα μετά
την Κάθοδο, το αρχικό σχήμα των Ταρτάρων που έμοιαζε πάνω-κάτω με έναν κύλινδρο
επτά επιπέδων, είχε μετατραπεί σε ένα σχήμα που θύμιζε μάλλον κώνο ή μάλλον τον
τρόπο που απλώνεται υπογείως μία μυρμηγκοφωλιά.
Ωστόσο, ο κατά κεφαλήν
οικιστικός χώρος έχει υποχωρήσει στα 10 περίπου τετραγωνικά μέτρα κατά μέσο όρο,
πράγμα που έκανε την ζωή των ανθρώπων πολύ πιο δύσκολη απ’ ότι ήταν στις αρχές τις
κατοίκησης των Ταρτάρων. Και βέβαια, στην πραγματικότητα ο εν λόγω μέσος όρος
απέχει πολύ από τις εκτενείς πολυτελείς κατοικίες των τοπαρχικών οικογενειών
και τις επαύλεις των επισκόπων της μητέρας θεάς, καθώς και από τις ταπεινές
κατοικίες των φτωχών εργατών.
Για τους πολεμιστές, ένα
σπηλαιόσπιτο συνολικής έκτασης 10 ως 15 τετραγωνικών, με δική του τουαλέτα, δεν
είναι ένα άπιαστο όνειρο. Οι πιο υψηλόβαθμοι μάλιστα, μπορούν να έχουν μέχρι
και σπίτια 75 τετραγωνικών μέτρων με ξεχωριστό δωμάτιο για τα παιδιά της οικογένειας.
Οι γιατροί έχουν πρόσβαση
σε ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο, με τους φτωχότερους από αυτούς να ζουν με τις οικογένειές
τους σε σπηλαιόσπιτα 20 ως 30 τετραγωνικών μέτρων και τον μέσο όρο να ζει σε
πολύχωρες κατοικίες 50 ως 70 τετραγωνικών μέτρων. Ένας ανακτορικός γιατρός
τέλος που συνήθως έχαιρε της απολύτου εμπιστοσύνης του Τομεάρχη του, μπορούσε
να έχει ιδιαίτερα διαμερίσματα στο ανάκτορο του ηγέτη του, έκτασης μέχρι και
250 τετραγωνικών μέτρων.
Οι φτωχότεροι ιερείς ζούνε επίσης σε σπηλαιόσπιτα,
25 μέχρι 50 τετραγωνικών μέτρων, με τον μέσο όρο να ζει σε οικίες 50 μέχρι 75
τετραγωνικών μέτρων. Το τελευταίο δεν απέχει πολύ από τις αντίστοιχες οικίες
του μέσου θεραπευτή, με την διαφορά ότι οι ιερείς δεν μπορούσαν να έχουν σύζυγο
και βιολογικά παιδιά, με αποτέλεσμα κατά κανόνα στον χώρο αυτό να μένει ένα
μόνο άτομο. Οι ανακτορικοί ιερείς είχαν συνήθως ιδιαίτερα διαμερίσματα 100 με 150
τετραγωνικών μέτρων στα ανάκτορα που ήταν τοποθετημένοι, ενώ οι επίσκοποι και
οι υψηλόβαθμοι ιερείς της Ιερής Πολιτείας ζούσαν σε επαύλεις μέχρι και 300
τετραγωνικών μέτρων. Ο Ανώτατος Ιερέας ζούσε στο Ιερό Παλάτι που είχε χτίσει
για τον εαυτό του ο Ιερός Τιμόθεος ο Θεολόγος, το οποίο είχε έκταση 1.200
τετραγωνικών μέτρων.
Οι μη τομεαρχικές
οικογένειες τοπαρχών τέλος ζούσαν σε επαύλεις μεγέθους 300 μέχρι 1000
τετραγωνικών μέτρων, ενώ οι Τομεάρχες ζούσαν σε ανάκτορα που κατά κανόνα ξεπερνούσα
τα 3000 τετραγωνικά μέτρα σε μέγεθος.
Ακόμα, πρέπει να
επισημανθεί ότι όσο πιο πάνω (δηλαδή πιο κοντά στην Επιφάνεια) βρισκόταν μία
οικιστική ζώνη, τόσο καλύτερες κατοικίες διέθετε, οι οποίες απευθύνονταν σε πιο
εύπορους ανθρώπους, κυρίως των ανώτερων τάξεων ή ιερείς του ιερατείου της μεγάλης
μητέρας θεάς. Αντίθετα, όσο κατέβαινε κανείς προς τα κατώτερα επίπεδα των
Ταρτάρων, η ζωή των ανθρώπων γινόταν όλο και πιο μίζερη και η πολυκοσμία ολοένα
και πιο ανυπόφορη.
Το ανώτερο επίπεδο των
Ταρτάρων, το μόνο που ουδέποτε επεκτάθηκε προς τα έξω από την κατασκευή του και
έπειτα, αποτελούσε τον χώρο όπου βρίσκονταν μεταξύ άλλων οι μεγάλοι ναοί, τα
δημόσια κτήρια και τα παλάτια όλων σχεδόν των τομεαρχών (και σίγουρα των πιο
σημαντικών). Όλοι σχεδόν οι Τομείς (συμπεριλαμβανομένης της Ιερής Πολιτείας που
δεν θεωρείται τυπικός Τομέας) κατέχουν ένα έστω μικρό κομμάτι του ανώτατου
βασικού επιπέδου των Ταρτάρων, ενώ μόνο ο Χρυσός Τομέας (ένα ουδέτερο έδαφος
για όλους τους Τομεάρχες, γειτονικό προς την Ιερή Πολιτεία) δεν διεισδύει
βαθύτερα, στα κατώτερα επίπεδα των Ταρτάρων.
Η οροφή του βασικού
επιπέδου υψώνεται σε θόλο, πενήντα μέτρα πάνω από το έδαφος του, κάνοντάς το να
είναι με διαφορά το πλέον ψηλοτάβανο από όλα τα επίπεδα των Ταρτάρων. Τα
εξωτερικά τοιχώματα, σπηλαιώδη, ισορροπούν τα βάρη τους στο ανώτερο σημείο του
θόλου, ακουμπώντας το ένα πάνω στο άλλο, αλλά ενισχύονται έτι περαιτέρω από ένα
πλέγμα τιτανίου που υποστηρίζει τα τοιχώματα για να αποφεύγονται τυχόν κατολισθήσεις.
Επιπλέον, όταν έγινε η διάνοιξη του επιπέδου, αφέθηκαν εσκεμμένα μία σειρά από
φυσικούς πυλώνες στήριξης που υποστηρίζουν ακόμα περισσότερο το ταβάνι σε
σημεία όπου θα μπορούσε αλλιώς να καταρρεύσει.
Το βασικό επίπεδο
διέρχονται δύο ποταμοί ηφαιστειακού μάγματος που ονομάστηκαν Αχέρων (ο
μικρότερος και πιο επιφανειακός ποταμός, στα δυτικά) και Έρεβος (ο μεγαλύτερος
και πιο βαθύς ποταμός, στα ανατολικά). Οι παρακείμενοι σε αυτούς τους ποταμούς
τομείς έχουν κατασκευάσει θερμοηλεκτρικά εργοστάσια, τα οποία παράγουν το
σύνολο της ενέργειας που καταναλώνουν οι κάτοικοι των Ταρτάρων. Ο διαμοιρασμός της
ενέργειας, βάσει του καταστατικού χάρτη του Προγράμματος Τάρταρος, μοιράζεται
ελεύθερα σε όλους τους Τομεάρχες των Ταρτάρων, χωρίς να πωλείται και αυτοί με
την σειρά τους την παρέχουν επίσης ελεύθερα στους τομείς τους και στους υπηκόους
τους που ζούνε εκεί.
Ένα ακόμα αγαθό, ο
έλεγχος του οποίου απαγορεύεται να βρίσκεται στα χέρια μεμονωμένων Τομεαρχών
είναι το νερό. Νερό βέβαια βρίσκεται κατά καιρούς σε βαθιά πηγάδια, στα
κατώτερα επίπεδα των Ταρτάρων, αλλά η μεγαλύτερη πηγή νερού, είναι η Δεξαμενή
Καλλιρρόη που κατασκευάστηκε εν τάχει για να αποθηκεύσει όσο το δυνατόν
περισσότερο θαλασσινό νερό, πριν την πλήρη εξαέρωση της θάλασσας, στην
Επιφάνεια. Το νερό της μπορεί να είναι αλμυρό, αλλά οι κάτοικοι του Γαλανού
Τομέα που έχει αναλάβει την υποχρέωση να την προστατεύει (αλλά όχι και να την αξιοποιεί
εμπορικά ή γεωπολιτικά) έχουν την τεχνογνωσία να αφαλατώνουν το νερό αυτό σε
ειδικά εργοστάσια και να το διοχετεύουν σε ολόκληρα τα Τάρταρα. Η δεξαμενή, η
οποία διέρχεται από όλα τα επίπεδα των Ταρτάρων, έχει βάθος δύο χιλιομέτρων και
ο συνολικός όγκος νερού που διαθέτει (εν έτει 346 μ.Κ.) υπολογίζεται στα 2.000.000
λίτρα νερού.
Αρχικά το νερό της ήταν
πολύ περισσότερο και καταλάμβανε το σύνολο σχεδόν του μετέπειτα Γαλανού Τομέα (η
γεωμορφολογία του οποίο μοιάζει με κρατήρα, καθώς το έδαφος υποχωρεί προς τα
κάτω), αλλά προϊόντος του χρόνου, τα επίπεδά της άρχισαν να πέφτουν. Γι’ αυτόν
τον λόγο πάρθηκε η απόφαση τα αποθέματά της να μην χρησιμοποιούνται, παρά μόνον
σε περιόδους μεγάλης ανάγκης. Έκτοτε, οι Τομεάρχες αναγκάστηκαν να στραφούν
περισσότερο στην αξιοποίηση των δικών τους υδάτινων πόρων, στα κατώτερα επίπεδα
των Ταρτάρων, καθώς και στην δυνατότητα ανακύκλωσης του νερού. Ως αποτέλεσμα
του παραπάνω, η ποιότητα του νερού του μέσου κατοίκου των Ταρτάρων έπεσε, καθώς
σε αντίθεση με το νερό της δεξαμενής, τα ύδατα των υπογείων πηγαδιών συνήθως
περιέχουν βρωμιά και λάσπη, την οποία πολλοί είναι υποχρεωμένοι να πίνουν,
καθώς δεν έχουν πρόσβαση σε φίλτρα καθαρισμού, όπως οι ανήκοντες στις ανώτερες κάστες.
Κάθε Τομεάρχης πάντως
έχει την υποχρέωση να ανακυκλώνει τον αέρα που χρησιμοποιεί ο λαός του Τομέα
του, με φυσικό ή βιομηχανικό τρόπο (και ελέγχεται γι’ αυτό από το ιερατείο της θεάς),
καθώς και να σιτίζει τους ανθρώπους του Τομέα του με δική του ή εισηγμένη παραγωγή
τροφής. Η τροφή είναι κατά κύριο λόγο φυτική και αναπτύσσεται σε ειδικά
θερμοκήπια που βρίσκονται στα κατώτερα επίπεδα των Ταρτάρων (για να βρίσκονται
κοντά στα υπόγεια πηγάδια, από τα οποία αρδεύονται). Στο μεγαλύτερο μέρος της,
πρόκειται για σιτηρά, όσπρια, ρύζι και καλαμπόκι, ενώ σε μικρότερο βαθμό (καθώς
προορίζονται για λίγους και εκλεκτούς), καλλιεργούνται η ελιά, το αμπέλι και ορισμένα
οπωροφόρα δένδρα. Περιορισμένες είναι και οι μονάδες παραγωγής κρέατος καλής
ποιότητας, που στην συντριπτική του πλειοψηφία αφορούν την εκτροφή κοτόπουλων,
ενώ ακόμα υπάρχουν μονάδες εκτροφής λαγών και χοίρων. Τα τελευταία επίσης απευθύνονται
μονάχα στις ανώτερες κάστες, οι οποίες επίσης έχουν πρόσβαση και σε μία άλλη
κατηγορία φυτών από τα οποία παράγονται ροφήματα όπως το τσάι και ο καφές. Επίσης
στα υπόγεια θερμοκήπια των κατώτερων επιπέδων καλλιεργείται βαμβάκι και βότανα
για ιατρική χρήση και ορισμένα καλλωπιστικά ανθοφόρα φυτά για να υποστηρίζουν
την πολυτελή διαβίωση των τοπαρχών.
Επίσης στα μεσαία επίπεδα
κάθε τομέα παράγεται η βιομηχανική παραγωγή. Κάθε τομέας προσπαθεί να είναι
κατά το δυνατόν πιο αυτόνομος σε διατροφικά και βιομηχανικά είδη, αλλά αυτό
σπανίως είναι απόλυτα εφικτό, οπότε είναι απαραίτητο, στο βασικό επίπεδο να
υπάρχουν μεγάλοι εμπορικοί οίκοι, τους οποίος συνήθως διευθύνουν τοπάρχες,
μακρινοί συγγενείς του Τομεάρχη του Τομέα, με αποστολή να εμπορεύονται με εμπορικούς
οίκους άλλων Τομέων και να πετυχαίνουν επικερδείς ανταλλακτικές συμφωνίες,
χωρίς την χρήση χρήματος. Σύμφωνα με την θρησκεία της μεγάλης μητέρας θεάς
άλλωστε, η φιλαργυρία υπήρξε μία από τις αμαρτίες των Παλαιών που επέφερε την Μεγάλη
Τιμωρία και άρα το χρήμα απαγορευόταν από την θρησκεία στον υποχθόνιο κόσμο των
Ταρτάρων.
Ο φωτισμός κάθε τομέα
ήταν άλλη μία αρμοδιότητα του Τομεάρχη του. Από τον κανόνα αυτό εξαιρείτο μόνο το
ανώτατο επίπεδο κατά την διάρκεια της ηλιακής ημέρας. Διότι μπορεί το βάθος του
να ήταν τέτοιο που το φως του Ήλιου να μην έφτανε ποτέ σε αυτό, αλλά το ιερατείο
της μεγάλης μητέρας θεάς ήθελε να προβάλλει στον κόσμο το μήνυμα της παντοδυναμίας
του, προσομοιώνοντας το φως της ημέρας, για τα μάτια όχι τόσο των κατοίκων των
Ταρτάρων εν γένει, αλλά κυρίως των ίδιων των Τομεαρχών. Στο ανώτερο επίπεδο της
Ιερής Πολιτείας, στο κέντρο της κυκλικής επικράτειάς της, υπήρχε ένα τεράστιο
ολόγλυφο γυναικείο χέρι που εικονιζόταν από τον αγκώνα και πάνω, να βγαίνει από
το έδαφος και να υψώνεται σχεδόν μέχρι το ταβάνι του σπηλαίου, κρατώντας μία
τεράστια φωτεινή σφαίρα που λειτουργούσε μόνο κατά την διάρκεια της ηλιακής
ημέρας για να φωτίζει ολόκληρο το βασικό επίπεδο των Ταρτάρων. Η σφαίρα αυτή
που είχε διάμετρο δέκα ολόκληρα μέτρα και στεκόταν σαράντα μέτρα πάνω από το
έδαφος, φώτιζε καθημερινά με ένα κιτρινωπό, ζεστό φως, ενώ το άνοιγμα και το
κλείσιμό της γινόταν σταδιακά, αυξάνοντας και μειώνοντας αντιστοίχως λίγο-λίγο
την φωτεινότητά της, σε μία διαδικασία που κρατούσε περίπου μία ώρα κάθε αυγή
και δειλινό.
Η Ιερή Πολιτεία βρισκόταν
περίπου στο μέσον του κυκλικής διατομής βασικού επιπέδου των Ταρτάρων,
αποτελώντας και αυτή έναν τέλειο κύκλο. Πλαισιωνόταν δε από τις τρεις πλευρές (εκτός
από την βόρεια) από τον Χρυσό Τομέα, για να μπορεί το ιερατείο εύκολα να
εποπτεύει τις διαβουλεύσεις των Τομεαρχών που λάμβαναν χώρα εκεί.
Τα παλιά χρόνια, αμέσως
μετά την Κάθοδο στα Τάρταρα, οι Τομείς ήταν αρκετά μικρότεροι σε μέγεθος και
126 σε αριθμό (συμπεριλαμβανομένου του Χρυσού Τομέα και της Ιερής Πολιτείας που
αρχικά ονομαζόταν και Ιερός Τομέας). Οι 124 πρώτοι Τομεάρχες έδωσαν το οικογενειακό
όνομά τους στους Τομείς τους. Επί παραδείγματι, ο τομέας που κατόπιν
μετονομάστηκε σε Πράσινος Τομέας, ονομαζόταν αρχικά Τομέας Βέρντε, από το όνομα
του πρώτου του Τομεάρχη, Πέρσιους Βέρντε (επρόκειτο για την μία από τις δύο
περιπτώσεις τομεαρχικής οικογένειας που δεν άλλαξε το επώνυμό της, στα χρόνια
μετά την Κάθοδο).
Ωστόσο, τα σύνορα άρχισαν
γρήγορα να αλλάζουν, με το πέρασμα των δεκαετιών, καθώς δεν ήταν σπάνιο το
φαινόμενο Τομείς να κατακτούνται από άλλους Τομείς, να συνενώνονται λόγω γάμου,
να «παραδίδονται ειρηνικά σε καθεστώς υποτέλειας» λόγω φτώχιας ή να
κληρονομούνται από άλλους συγγενείς Τομεάρχες μετά τον θάνατο ενός άκληρου
τοπικού άρχοντα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Τομείς να μειωθούν σε αριθμό, αλλά
να αυξηθούν σε έκταση και πλούτο. Αλλά κάποια στιγμή, ο πλούτος και η δύναμη
που συγκεντρώθηκε στα χέρια ενός και μόνο Τομεάρχη, του αποκαλούμενου και Πέδρο
του Τρελού, έγινε αιτία να αιματοκυλιστεί ο υποχθόνιος κόσμος των Ταρτάρων σε
έναν πρωτοφανή πολύνεκρο πόλεμο. Έναν χρόνο μετά την ήττα του Πέδρο του Τρελού,
αποφασίστηκε οι Τομείς να μείνουν εν πολλοίς ως έχουν και να μην μπορεί πλέον
κανείς να συγκεντρώσει στα χέρια του τόσο πολλή δύναμη, συνενώνοντάς τους πολιτικά
ή στρατιωτικά.
Αλλά εκτός απ’ αυτό, το
ιερατείο επέβαλλε να αλλάξουν τα ονόματα των νεοδιαμορφωμένων Τομέων, ούτως
ώστε να μην παραπέμπουν στα ονόματα των Τομεαρχών τους και άρα να μην συνδέεται
άμεσα η ονομασία ενός Τομέα και κατά προέκταση η τοπική συνείδηση των κατοίκων
του με το όνομα του Τομεάρχη. Επειδή όμως ήθελαν να κάνουν την χάρη στους οίκους
Βέρντε και Ντ’ Οράνζ να εξαιρεθούν από αυτήν την αλλαγή (λόγω της σημαντικής τους
συνεισφοράς στον πόλεμο κατά του Πέδρο του Τρελού), αποφάσισαν κάθε Τομέας να
έχει το όνομα ενός διαφορετικού χρώματος. Έτσι ο Τομέας Βέρντε έγινε Πράσινος
Τομέας, ο Τομέας Ντ’ Οράνζ έγινε Πορτοκαλί Τομέας και όλοι οι υπόλοιποι Τομείς
πήραν ονόματα χρωμάτων, άσχετα με το αρχικό τους όνομα. Οι Τομεάρχες βέβαια, με
μία μικρή καθυστέρηση, αντιλήφθηκαν την παγίδα αυτή του ιερατείου και
προχώρησαν ο ένας μετά τον άλλον σε αλλαγή του δυναστικού τους ονόματος, ώστε
να ταιριάζει με το όνομα του Τομέα, όπως λόγου χάριν οι τομεάρχες του Γκρι
τομέα άλλαξαν το πατρογονικό τους όνομα και υιοθέτησαν το όνομα Γκρέυ.
Μόνο ένας Τομέας -εκτός
βέβαια από την Ιερή Πολιτεία- δεν θα έπαιρνε ποτέ χρώμα. Ο Τομέας που αποτέλεσε
το επίκεντρο της ισχύος του Πέδρο του Τρελού και ο οποίος χωρίστηκε σε
μικρότερες μονάδες που διοικούνταν από μικρούς τοπάρχες υποτελείς διαφόρων
ξένων Τομεαρχών. Ο Τομέας αυτός, η στρατηγική θέση του οποίου επέβαλλε την
αδυναμία ελέγχου του από έναν και μόνο Οίκο, θα ονομαζόταν έκτοτε Τομέας Χωρίς Χρώμα
(ή στην καθομιλουμένη και Άχρωμος Τομέας).
Επίσης μία ιδιαιτερότητα
έχουμε στην περίπτωση του Βόρειου και Νότιου Μωβ Τομέα που ανήκαν στον ίδιο
Τομεάρχη (λόγω κληρονομιάς) και έπρεπε να χωριστούν διότι δεν συνόρευαν μεταξύ τους
και ήταν εξαιρετικά δύσκολη η διαχείρισή τους από το ίδιο άτομο. Έτσι, αφού πήρε
την άδεια και την ευλογία του ιερατείου της μεγάλης μητέρας θεάς που ενέκρινε
το σχέδιό του, έστειλε τον πρωτότοκο γιο του να αναλάβει τον Βόρειο Μωβ Τομέα,
ο οποίος εξελίχθηκε σε ανεξάρτητο Τομέα και ο ίδιος συνέχισε να διοικεί τον
Νότιο Μωβ Τομέα, τον οποίο αργότερα κληρονόμησε η μεγαλύτερη κόρη του.